Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Ισορροπώντας μεταξύ μικροπολιτικής, ευρωπαϊκών οδηγιών και αγοράς
Στις αρχές Μαρτίου ψηφίστηκε στη Βουλή από την κυβερνητική πλειοψηφία ο νέος νομος για την έρευνα και την τεχνολογία. Χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη δημόσια διαβούλευση μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, η κυβέρνηση προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συνδικαλιστικά συμφέροντα, με προϋπόθεση την πιστή υλοποίηση των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών και τη μετεμφύτευση δομών ξένων με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Έτσι, ενώ η αρχική διακηρυγμένη πρόθεση ήταν να περιθωριοποιηθούν τελείως τα πανεπιστήμια προς όφελος των ερευνητικών κέντρων και του ιδιωτικού τομέα, στη συνέχεια η πίεση της πανεπιστημιακής κοινότητας οδήγησε σε άμβλυνση αυτής της τάσης. Το αποτέλεσμα είναι όλοι, πανεπιστημιακοί και ερευνητές, να δηλώνουν δυσαρεστημένοι. Τα κέντρα παίρνουν μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που ήδη κατέχουν, χωρίς όμως να ικανοποιούνται πλήρως, αφού δεν αποκτούν ίδια δικαιώματα με τα ΑΕΙ σε ό,τι αφορά την οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ταυτόχρονα διατηρούνται οι μισθολογικές ανισορροπίες μεταξύ ερευνητών και πανεπιστημιακών, προς όφελος των δεύτερων. Τα ΑΕΙ κατάφεραν μεν να διατηρήσουν (για πόσο ακόμα;) τουλάχιστον το βασικό έλεγχο στα μεταπτυχιακά, διαμαρτύρονται όμως δικαιολογημένα για τη σαφή υποβάθμισή τους, τη στιγμή που σ΄ αυτά διεξάγεται το 70% της έρευνας, ιδιαίτερα της βασικής. Μόνοι ευχαριστημένοι οι ιδιώτες, που εισέρχονται πλέον και με θεσμική κατοχύρωση στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ερευνητικής πολιτικής, χωρίς καμιά δέσμευση για την από μέρους τους οικονομική συμμετοχή.
Έρευνα για ιδιωτικά κέρδη
Ο συγκεκριμένος νόμος διακατέχεται στην ουσία του από την κυρίαρχη τα τελευταία χρόνια στη Δύση νεοφιλελεύθερη ιδεολογική τάση για εννοιολογική ταύτιση (στην πράξη) της έρευνας με την εφαρμοσμένη έρευνα και μάλιστα στους τομείς που μπορούν να αποδώσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οικονομικά οφέλη. Έτσι στην ουσία αποκλείει την ανάπτυξη του κλάδου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών προς όφελος των θετικών κλάδων, τους οποίους και κατονομάζει η αιτιολογική έκθεση (βιοϊατρική, βιοτεχνολογία, πληροφορική, νανοτεχνολογία, διαστημική, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τηλεπικοινωνίες κλπ).
Την κυρίαρχη μέχρι τώρα θέση της δημόσιας οικονομικής εισφοράς καλείται να λάβει η ανταγωνιστική από το εξωτερικό και την Ελλάδα χρηματοδότηση ερευνητικών έργων. Ποια δυνατότητα όμως έχει η αρχαιολογία, η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία, ακόμα και τα οικονομικά, να συναγωνιστούν τη βιοϊατρική και τη βιοτεχνολογία στη διεκδίκηση τέτοιων προγραμμάτων;
Έλεγχος της έρευνας από ξένους
Συνακόλουθη κατευθυντήρια γραμμή του νόμου είναι και η σταδιακή μετατροπή της έρευνας από δημόσιο αγαθό σε προνομιακό χώρο δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδίως του ξένου, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον έλεγχο των πορισμάτων της έρευνας από τους ιδιώτες, την κατεύθυνση της έρευνας στους τομείς ενδιαφέροντός τους και την ελευθερία του ακαδημαϊκού χώρου. Ενδεικτική είναι η περιγραφή των, επιπλέον της ανταγωνιστικότητας, κριτηρίων αξιολόγησης (έννοιας αναγκαίας καταρχήν) της ερευνητικής δραστηριότητας, από τα οποία εξαρτάται η χρηματοδότησή της. Σ αυτά κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει «η δυνατότητα προσέλκυσης χρηματοδότησης, εκτός της δημόσιας, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό»! Δηλαδή ο έχων καλές σχέσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο θα χρηματοδοτείται επιπλέον από το δημόσιο. Αυτό φυσικά επιτρέπει και τη διαιώνιση του κυκλώματος των ερευνητών που είναι προσκείμενοι στην εκάστοτε εξαρτημένη πολιτική εξουσία. Και βέβαια οι ξένοι όμιλοι θα αποκτήσουν ευθεία πρόσβαση και σε αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής, μέσω του ελέγχου των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο νόμος προχωρά όμως ένα βήμα παραπέρα στη θεσμική κατοχύρωση της παρουσίας του ιδιωτικού τομέα. Εισάγεται επίσημα η παρουσία των επιχειρήσεων στη λήψη αποφάσεων για την έρευνα, καθώς θεσμοθετείται η συμμετοχή στο ΕΣΕΤ 5 μελών της βιομηχανίας ή άλλων επιχειρήσεων, ενώ εξαιρούνται εκπρόσωποι των υπόλοιπων παραγωγικών φορέων. Ταυτόχρονα τα ερευνητικά κέντρα ενθαρρύνονται ρητά να προχωρούν σε κοινοπραξίες με ιδιωτικούς φορείς και να συμπληρώνουν τους πόρους τους από χορηγίες και τραπεζικά δάνεια!
Εκπαίδευση και έρευνα
Επιπλέον, βασική φιλοσοφία που διαπνέει το νόμο είναι ο διαχωρισμός των δύο αλληλένδετων πυλώνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που είναι η εκπαίδευση και η αναπαραγωγή της γνώσης, δηλαδή η έρευνα. Αυτό εκφράζεται με τον παραμερισμό των ΑΕΙ (ενώ οι καθηγητές διατηρούν την προσωπική τους κυριαρχία), που είναι ένα βήμα πριν από την οριστική περιθωριοποίησή τους ή την ιδιωτικοποίησή τους, όπως θέλει και ο περσινός νέος νόμος-πλαίσιο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο καλείται πλέον να λειτουργήσει ως εκπαιδευτήριο των μελλοντικών εργαζομένων στα ερευνητικά ινστιτούτα και τις επιχειρήσεις. Και μάλιστα ως υποβαθμισμένο εκπαιδευτήριο, αφού πλέον αδυνατεί να προσφέρει στο φοιτητή την εντρύφηση στην ερευνητική μεθοδολογία και πρακτική.
Συγκεντρωτισμός και πελατειακές σχέσεις
Τέλος δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι όλος ο νόμος χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό ύποπτης δημιουργικής ασάφειας, αυταρχικού συγκεντρωτισμού και πελατειακής αντίληψης. Έτσι, «ο υπουργός μπορεί να εγκρίνει με απευθείας ανάθεση κατόπιν επαρκούς δικαιολόγησης ποσό μέχρι 100 χιλ. ευρώ σε ερευνητή ή ομάδα και να χρηματοδοτήσει νομικά πρόσωπα του εξωτερικού για εκπόνηση ερευνητικού έργου, χωρίς να απαιτείται η συνεργασία με εγχώριο φορέα»! Ταυτόχρονα, ενώ σωστά καταρχήν θεσπίζονται τα, ατύπως ήδη λειτουργούντα, επιστημονικά συμβούλια (ΕΣ) εντός των ινστιτούτων, ο εκάστοτε διευθυντής, προσωπική επιλογή του υπουργού, λειτουργεί ως πρόεδρος, με δυνατότητες ατομικής λήψης αποφάσεων, την ίδια στιγμή που «συμμετέχουν στα Ε.Σ. άτομα με προσωρινή σχέση με το εκάστοτε ίδρυμα»! Επιτρέπονται προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και έργου σε ερευνητικούς φορείς, που ως επί το πλείστον λειτουργούν πλέον ιδιωτικοοικονομικά καθώς και αποσπάσεις προσωπικού και διασπάσεις, ενοποιήσεις και καταργήσεις ερευνητικών φορέων και «ιδρύονται ειδικά ερευνητικά κέντρα»(!) με απλό προεδρικό διάταγμα, ενώ οι διευθυντές λογοδοτούν μόνο στα προαναφερθέντα ανώτατα διαχειριστικά και όχι σε κοινοβουλευτικά όργανα.
Η στρατηγική της Λισαβώνας
Τελικά ο νόμος επιτυγχάνει απλά να εντάξει την έρευνα στα πλαίσια της Ε.Ε., όπως τα ορίζει η περίφημη Στρατηγική της Λισαβώνας (ιδιωτικοποίηση της έρευνας, στροφή προς την εφαρμοσμένη έρευνα) και να δημιουργήσει δομές με περίσσευμα μικροπολιτικής και με αδιαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης. Ούτε συγκεκριμένα κίνητρα επαναπατρισμού επιστημονικού προσωπικού δεν κατορθώνει να προβλέψει.
Το ζήτημα της έρευνας είναι τεράστιας σημασίας για την ανεξαρτησία και την ανάπτυξη μιας χώρας, γι αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο μας με τις προτάσεις του ΑΣΚΕ.
Κατηγορία
Φύλλο 121 Μαρτίου 2008