20/6/2011
Το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ, οι συνδικαλιστές, Το παράδειγμα της ΔΕΗ
TO ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΕΚΟ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΕΗ
Η κυβέρνηση σπεύδει να πουλήσει με διαδικασίες κατεπείγοντος όλες τις επιχειρήσεις και εκτάσεις-φιλέτα του Δημοσίου για να εισπράξει 50δισ ευρώ μέχρι το 2015, σύμφωνα με τις επιταγές και για λογαριασμό της τρόϊκας. Η κυβερνητική επικοινωνιακή καταιγίδα με τη συνδρομή των διαπλεκόμενων ΜΜΕ για την εξασφάλιση της κοινωνικής αποδοχής της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων στοχοποιεί την, όντως, διεφθαρμένη και ανυπόληπτη συνδικαλιστική ηγεσία, διαχρονικό θρέμμα των κομμάτων, ιδιαίτερα του ΠαΣοΚ. Οι συνδικαλιστές τώρα δηλώνουν ότι αγωνίζονται για τη διατήρηση των επιχειρήσεων υπό δημόσιο έλεγχο. Όμως η ίδια η συνδικαλιστική ηγεσία τα προηγούμενα χρόνια συναίνεσε στη συνεχιζόμενη πολιτική ξεπουλήματος, που ήταν βέβαιο ότι θα έχει τη σημερινή κατάληξη.
Η πώληση δημοσίων επιχειρήσεων είναι επιβλαβής για την κοινωνία και για το κράτος από κάθε άποψη. Αλλά ακόμη, και αν κάποιος διαφωνήσει με την παραπάνω άποψη, δεν είναι δυνατό να μη βλέπει ότι η όλη διαδικασία, τη χρονική στιγμή και με τον τρόπο που προωθείται σήμερα στην Ελλάδα, συνιστά καθαρό ξεπούλημα. Σε μια εποχή που σε όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια πραγματοποιούνται τεράστια προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, οπότε το διεθνές κεφάλαιο εξασφαλίζει χαμηλές τιμές για τα φιλέτα που περνάνε στον έλεγχό του. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αξία των κερδοφόρων δημόσιων εταιρειών στρατηγικών τομέων (ενέργεια,νερό,τηλεπικοινωνίες κλπ) είναι σήμερα πολύ χαμηλή, πολύ χαμηλότερη της τεράστιας πάγιας αξίας τους.
Η μέχρι τώρα εμπειρία
Η στρατηγική των διαδοχικών μετοχοποιήσεων των κερδοφόρων ΔΕΚΟ τα τελευταία 15 χρόνια δεν έχει αποδειχθεί επωφελής για το δημόσιο. Τα στοιχεία για όλες τις περιπτώσεις (ΔΕΗ,ΟΤΕ,ΟΠΑΠ κλπ) δείχνουν ευκρινώς ότι η διατήρηση του συνόλου των μετοχών από το κράτος θα εξασφάλιζε περισσότερα οφέλη για το δημόσιο. Τα οφέλη αυτά θα προέρχονταν από τα μερίσματα που τώρα εισπράττονται από τους ιδιώτες εταίρους και από την αξία του ποσοστού της εταρείας που θα ανήκε στο δημόσιο. Έτσι στην περίπτωση του ΟΠΑΠ το δημόσιο έχασε 3,9δισ ευρώ και στην περίπτωση της ΔΕΗ 1,8 δισ ευρώ. Ακόμα και στην περίπτωση του ΟΤΕ, που μετοχοποιήθηκε διαδοχικά με πολύ υψηλό τίμημα λόγω των ευνοϊκών χρηματιστηριακών συνθηκών, το όφελος από τις μετοχοποιήσεις, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τα μερίσματα που χάθηκαν, έχει εξανεμιστεί από την αξία της περιουσίας που έχει εκχωρηθεί. Ταυτόχρονα το δημόσιο με τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα χάνει τη δυνατότητα να ασκεί εθνική πολιτική για οικονομική ανάπτυξη με επενδύσεις που συμβάλλουν στην τεχνολογική πρόοδο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ΔΕΗ μόνο την τελευταία δεκαετία πραγματοποίησε επενδύσεις αξίας 7,5δισ ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο διπλασίασε τα έσοδα και τα κέρδη της. Οι επενδύσεις αυτές διαχρονικά μόνο από το δημόσιο γίνονται και ποτέ από τους ιδιώτες.
Η περίπτωση της ΔΕΗ
Το τελευταίο διάστημα επίκεντρο της συζήτησης είναι η εκχώρηση του 17% της ΔΕΗ που θα οδηγήσει τη συμμετοχή του δημοσίου κάτω από το 51%. Το συνδικάτο της ΓΕΝΟΠ υποστηρίζει και ορθώς ότι στη σημερινή πάγια αξία της ΔΕΗ ύψους 13,4 δισ ευρώ (πενταπλάσια της χρηματιστηριακής) με βάση τον ισολογισμό του 2010 είναι ενσωματωμένα ασφαλιστικά διακαιώματα των εργαζομένων. Από το 1950, που ιδρύθηκε η επιχείρηση, μέχρι το 1966 οι εργαζόμενοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Από το 1966 και μετά (ν.4491/1966, υπουργός Οικονομικών Μητσοτάκης) η ΔΕΗ ανέλαβε και την ασφάλιση του προσωπικού της. Ήταν δηλαδή και ασφαλιστικός φορέας κι αυτό ίσχυε έως το 1999. Σε όλη αυτή την περίοδο η ΔΕΗ κρατούσε το 10,5% επί του μισθού που προοριζόταν για ασφαλιστική εισφορά των εργαζομένων, ενώ η ίδια ως εργοδότης δεν είχε εισφορά. Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο η επιχείρηση δεν εκταμίευε για συντάξεις λόγω του ότι οι πρώτοι συνταξιούχοι της ΔΕΗ βγήκαν στη σύνταξη στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Έτσι το αποθεματικό των ασφαλιστικών εισφορών, ένα τεράστιο κεφάλαιο, χρησιμοποιήθηκε ως επενδυτικό κεφάλαιο (μία από τις τρεις πηγές άντλησης κεφαλαίων μαζί με εσωτερικό δανεισμό με έκδοση ομολόγων και την επένδυση των κερδών) για την επέκταση της εταιρείας επί 30 έτη.
Το κομβικό σημείο του 1999 και ο ρόλος της ΓΕΝΟΠ
Το 1999 (κυβέρνηση Σημίτη, υπουργός ανάπτυξης Βενιζέλος) η κυβέρνηση κατόπιν πίεσης από την Ε.Ε. αποφάσισε τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ. Για να γίνει η μετοχοποίηση έπρεπε η ΔΕΗ «να αποβάλλει από πάνω της όλα τα οικονομικά βαρίδια που την έκαναν μη ελκυστική στους επενδυτές», ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν και οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι των εργαζομένων. Ο νόμος 2773/1999 προβλέπει ότι το κράτος αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι των εργαζομένων λόγω των ενσωματωμένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Έτσι ιδρύεται ο ασφαλιστικός φορέας της ΔΕΗ, ο ΟΑΠ/ΔΕΗ, στον οποίο θα μεταφέρονταν εφεξής οι ασφαλιστικές εισφορές επιχείρησης και εργαζομένων με τη ρητή υποχρέωση του κράτους να καλύπτει τα ποσά που θα έλειπαν από το ταμείο στα πλαίσια της τριμερούς ασφαλιστικής χρηματοδότησης κράτους, επιχειρήσεων και εργαζομένων, όπως αυτή προβλέπεται από το νόμο 2084/1992 του Σιούφα. Να σημειωθεί ότι τότε στα πλαίσια της μετοχοποίησης αποτιμήθηκε η αξία της εταιρείας από ξένο οίκο (Wyatt) στα 7,5 τρισ δραχμές με την αξία των ενσωματωμένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων στα 2,5 τρισ δραχμές. Στην τελευταία επικαιροποιημένη αναλογιστική μελέτη του 2007 από ξένο οίκο τα ενσωματωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα στην πάγια αξία της ΔΕΗ ανέρχονται σε 12,5 δισ ευρώ! Η απόφαση για τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ υπήρξε η αρχή μιας πορείας που ολοκληρώνεται στις μέρες μας με την ιδιωτικοποίησή της, την εκχώρηση μιας τεράστιας περιουσίας του ελληνικού λαού και των εργαζομένων στο διεθνές και εγχώριο κεφάλαιο και μάλιστα έναντι πινακίου φακής. Με το νόμο για τη μετοχοποίηση της εταιρείας παύει ουσιαστικά οποιαδήποτε νομική υποχρέωση της εταιρείας και του ελληνικού δημοσίου έναντι των ενσωματωμένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, αφού και οι δύο (κράτος και επιχείρηση) αναλαμβάνουν την κατάθεση των εισφορών τους για την ασφάλιση των εργαζομένων και το κράτος αναλαμβάνει να καλύπτει τα όποια ελλείμματα. Μάλιστα το κράτος με το νόμο του 1999 δύναται να μεταβιβάσει στην κατοχή του ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του ασφαλιστικού φορέα της ΔΕΗ, όπως κατέδειξε και η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου του 2010 να κατακυρώσει ως νόμιμη τη μεταβίβαση κτιρίου του ασφαλιστικού φορέα της ΔΕΗ στο κράτος για λογαριασμό και χρήση της Βουλής ύστερα από πρωτοβουλία του πρώην προέδρου Απ. Κακλαμάνη, ο οποίος ζήτησε το εν λόγω ακίνητο για να μετατραπεί σε σάουνα για τους βουλευτές! Την απόφαση για τη μετοχοποίηση την προσυπέγραψαν τότε και οι τρεις εκπρόσωποι της ΓΕΝΟΠ στο 13μελές ΔΣ της εταιρείας. Οι τρεις εκπρόσωποι (Παναγιωτάκης-ΣΥΝ, Έξαρχος-ΠαΣοΚ, Βαλλιανάτος-ΔΑΚΕ), που στη συνέχεια κατέλαβαν υψηλές διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις, υλοποίησαν την απόφαση του συνεδρίου της ΓΕΝΟΠ, από το οποίο είχε αποχωρήσει διαμαρτυρόμενο το ΠΑΜΕ, και στο οποίο και οι τρεις κομματικοκρατούμενες συνδικαλιστικές παρατάξεις, ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και του ΣΥΝ, ψήφισαν υπέρ της μετοχοποίησης, εκτός από τρεις εκπροσώπους προσκείμενους στο ΣΥΝ. Η συνευθύνη των συνδικαλιστών υπήρξε μεγάλη και ιδιαίτερα της ηγεσίας τους (ποια τα ανταλλάγματα;). Για να τους χρυσωθεί το χάπι δόθηκαν τότε δωρεάν στον ασφαλιστικό φορέα της ΔΕΗ το 23% του πρώτου πακέτου της μετοχοποίησης και στη συνέχεια το 10% του δεύτερου και δόθηκε και η δυνατότητα στους εργαζόμενους να πάρουν μετοχές συμμετέχοντας στη μετοχοποίηση. Οι όποιες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν το 2008 με το νόμο 3655 της Πετραλιά με την ενσωμάτωση του ασφαλιστικού ταμείου της ΔΕΗ στο ΙΚΑ και του κλάδου υγείας και των επικουρικών στο ΤΕΑΥΤΕΚΩ, δεν αλλάζουν τη λογική των κομβικών αποφάσεων του 1999, και αφορούν κυρίως διοικητικά θέματα..
Οι τωρινές διεκδικήσεις της ΓΕΝΟΠ
Σήμερα η ΓΕΝΟΠ προσπαθεί να εμποδίσει την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ αξιώνοντας τα ενσωματωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα. Ο αγώνας του συνδικάτου είναι πλέον νομικά έωλος λόγω του νόμου του 1999. Επιπλέον, οι ανυπόληπτοι επικεφαλής μεγαλοσυνδικαλιστές, καρποί της κυριαρχίας της κομματικοκρατίας στο συνδικαλισμό, που απολάμβαναν τόσα χρόνια προκλητικά προνόμια και διαπλέκονται συστηματικά με την πολιτική εξουσία, αντιμετωπίζουν τη χλεύη της κοινωνίας. Τώρα που τα προνόμιά τους διακινδυνεύονται, με την απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, έχουν ξεσηκωθεί, ενώ οι ίδιοι συνυπέγραψαν τη μέχρι τώρα πορεία των μετοχοποιήσεων.
Τα διεφθαρμένα ΜΜΕ προβάλλουν τον ψευδή ισχυρισμό ότι η ΓΕΝΟΠ αξιώνει την κυριότητα της επιχείρησης. Η αλήθεια είναι ότι η ΓΕΝΟΠ αντιπροτείνει την αγορά του προς εκχώρηση 17% από τους 60.000 εργαζόμενους και συνταξιούχους της ΔΕΗ, το οποίο δε δέχεται η κυβέρνηση. Τα όπλα της ΓΕΝΟΠ στις διεκδικήσεις της είναι η ρητή πρόβλεψη του νόμου του 1999 ότι αν το κράτος δε συνεχίσει να αποδίδει αυτά που οφείλει στον ασφαλιστικό φορέα, τότε επανέρχεται η προτέρα κατάσταση, δηλαδή η ΔΕΗ ξαναγίνεται φορέας ασφάλισης των εργαζομένων. Επιπλέον όπλο είναι η αναφορά στο νόμο του 1999 ότι από την ανά διετία επικαιροποιημένη περιουσία της ΔΕΗ (η επικαιροποίηση ανά διετία είναι υποχρεωτική βάσει του νόμου του 1999) θα αφαιρούνται κάθε χρόνο τα επιπλεόν ποσά που καταβάλλει το κράτος στον ασφαλιστικό φορέα της επιχείρησης, πέραν των προβλεπόμενων στα πλαίσια της τριμερούς χρηματοδότησης, προκειμένου να καλύπτονται τα όποια ελλείμματα του ταμείου. Η αφαίρεση αυτή θα γίνεται μέχρις ότου μηδενιστούν τα ενσωματωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα στην πάγια αξία της εταιρείας, δηλαδή συνιστά μια έμμεση αναγνώριση της συμμετοχής των ασφαλιστικών δικαιωμάτων στην πάγια αξία της. Ακόμα, από το 2001 ήδη, στην πρώτη μετοχοποίηση, η ΓΕΝΟΠ είχε πετύχει να περιληφθεί αναφορά σε όλα τα δελτία ενημέρωσης των επενδυτών για τις αξιώσεις που έχει έναντι της επιχείρησης και των μετόχων από ενσωματωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα. Τέλος στην απόφαση του Αρείου Πάγου του 2010 αναφέρονται όλες οι δεσμεύσεις του Δημοσίου γύρω από την ασφαλιστική περιουσία και οι αντιπαροχές του κράτους προς τους ασφαλισμένους, που προϋποθέτουν τη διατήρηση ακέραιας της περιουσίας της ΔΕΗ και ουσιαστικά το κράτος ως ιδιοκτήτη.
Ο ρόλος του επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης
Την ίδια στιγμή ο επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης απέδειξε με τη στάση του πόσο εξαρτημένα είναι τα ανώτατα στελέχη της δημόσιας διοίκησης από την εκάστοτε κυβέρνηση και ότι συμμετέχουν σε παιχνίδια της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Ξαφνικά «ανακάλυψε» τώρα έκτακτες επιχορηγήσεις της ΔΕΗ προς το συνδικάτο ύψους 30 εκ. ευρώ, οι οποίες, προπαγανδίζεται από τα ΜΜΕ, ότι ξεκοκκαλίστηκαν από τη συνδικαλιστική αριστοκρατία της ΓΕΝΟΠ σε προκλητικές δαπάνες, ενώ η αλήθεια είναι ότι συμμετείχαν στις παροχές για κοινωνικό τουρισμό όλοι οι εργαζόμενοι. Γνωρίζει βεβαίως ο επιθεωρητής ότι οι επιχορηγήσεις αυτές είναι μέρος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ότι αντιστοιχούν στο συνολικό ποσό για την περίοδο 1999-2010, που βάσει συλλογικής σύμβασης η ΔΕΗ έπρεπε να έχει δώσει στο συνδικάτο για κοινωνικές παροχές, ισοδύναμο με το 0,3% του κονδυλίου της ετήσιας αύξησης μισθού, η οποία ανέρχεται στο 5%. Πού ήταν τόσα χρόνια ο επιθεωρητής, όταν τα κυκλώματα της μίζας των προμηθευτών του δημοσίου λυμαίνονταν το δημόσιο πλούτο;
Η θέση του ΑΣΚΕ
Σε όλη αυτή τη συζήτηση για τη ΔΕΗ και τις ιδιωτικοποιήσεις γενικότερα αυτό που δε λέγεται από κανέναν είναι ότι η πηγή των προβλημάτων είναι η παρουσία της Ε.Ε. (και μέσω της τρόϊκας) στην Ελλάδα. Η Ε.Ε. έχει στόχο να ελέγξει μέσω του διεθνούς κεφαλαίου που εκπροσωπεί όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των κρατών-μελών. Στην Ελλάδα υπάρχουν συντηρητικά πολιτικά κόμματα (Ν.Δ., ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗ.ΣΥ) που έχουν επισήμως στο πρόγραμμά τους τις ιδιωτικοποιήσεις. Η Ε.Ε. όμως είναι αυτή που μας υποχρεώνει με τις οδηγίες της, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνάει και ποιο είναι το πρόγραμμα διακυβέρνησής του, να ιδιωτικοποιήσουμε τη ΔΕΗ και να την αποδυναμώσουμε, αφού εκτός των άλλων εκκρεμεί η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας για κατάργηση του μονοπωλίου ενέργειας, που προβλέπει την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Υποστηρίζουν ότι η κατάργηση του μονοπωλίου θα μειώσει τις τιμές. Αυτό που δε λένε είναι ότι τα τιμολόγια του ρεύματος αυξήθηκαν όχι λόγω του μονοπωλίου, αλλά λόγω της εφαρμογής ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στις ΔΕΚΟ, που τις αλλοτρίωσε. Η ιδιωτικοποίηση της ενέργειας σίγουρα θα οδηγήσει σε ιδιωτικά ολιγοπώλια σε λίγα χρόνια, σε ακριβότερες και σε χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες, όπως απέδειξε η διεθνής εμπειρία (Καλιφόρνια, Μ.Βρετανία κλπ). Δεν εξηγείται ακόμα για ποιο λόγο η Ελλάδα οφείλει να ιδιωτικοποίησει την ενέργειά της ενώ το 80% της αντίστοιχης γαλλικής ΔΕΗ, της ΕDF, μέγεθους εικοσαπλάσιου της ΔΕΗ, ανήκει στο γαλλικό κράτος. Επιπλέον, ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της ιδιωτικοποίησης ότι έτσι θα παύσει η διαφθορά του συνδικαλισμού, που διασπαθίζει δημόσιο χρήμα. Δε μας λένε πώς θα αποφευχθεί η διαφθορά του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου (ιδιαίτερα του ξένου, που υποτίθεται προέρχεται και από τους πολιτισμένους και αδιάφθορους της Δύσης) που μοιράζει μίζες σε πολιτικούς και κόμματα, διαπλέκεται μαζί του και διασπαθίζει δημόσιο χρήμα των προμηθειών, όπως απέδειξαν τόσες περιπτώσεις (Ζίμενς κλπ). Σε κάθε περίπτωση, η πάταξη της διαφθοράς είναι υποχρέωση και καθήκον της ελληνικής πολιτείας και του κάθε πολίτη της ξεχωριστά και όχι ξένων πολυεθνικών,που αποδεδειγμένα, όπου δρουν, υποθάλπτουν και ενισχύουν τη διαφθορά.
Το ΑΣΚΕ πιστεύει στο δημόσιο χαρακτήρα των ΔΕΚΟ στα πλαίσια εθνικής πολιτικής και στον υγιή συνδικαλισμό που δε διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία και δεν εξαρτάται από τα κόμματα. Οι κερδοφόρες ΔΕΚΟ, στρατηγικού χαρακτήρα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, σε συνθήκες διαφάνειας θα επιστρέψουν στον κοινωνικό τους χαρακτήρα, ο οποίος χάθηκε όταν άρχισαν να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Οι όποιες μισθολογικές υπερβολές και τα όποια προνόμια σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων
των ΔΕΚΟ, που τώρα προπαγανδίζονται από τα διεφθαρμένα ΜΜΕ, προκειμένου η κοινή γνώμη να δεχθεί τις ιδιωτικοποιήσεις, είναι ανάγκη, φυσικά, να καταργηθούν. Η εθνική πολιτική δεν μπορεί όμως να χαραχθεί και να υλοποιηθεί από καμιά κατοχική κυβέρνηση, κανένα πολιτικό φορέα που ακόμα υποστηρίζει την παραμονή μας στο μνημόνιο και στην Ε.Ε. και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από ένα διεφθαρμένο, κομματικοκρατούμενο συνδικαλισμό.