ΔΙΟΓΚΩΝΕΤΑΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ
Εργοστάσια κλείνουν, οι επιχειρηματίες ευημερούν
Κλείνουν μία μία οι ελληνικές επιχειρήσεις και, ιδίως οι κλωστοϋφαντουργικές, μετεγκαθίστανται οι περισσότερες στη Βουλγαρία και στα Σκόπια, αφήνοντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους. Μάλιστα πολλές από αυτές επιδοτήθηκαν προηγουμένως με κρατικά κονδύλια και δανειοδοτήθηκαν από τις τράπεζες, προκειμένου να διατηρήσουν και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας. Πολλοί από τους επιχειρηματίες εκβίαζαν τότε με κλείσιμο και απολύσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν επιδο-τήσεις και χρηματοδότηση, χρησιμοποιώντας τους εργαζόμενους, που συνηγορούσαν υπέρ του επιχειρηματία.
Σύμφωνα με τους ισχύοντες «αναπτυξιακούς» νόμους, θα έπρεπε οι επιδοτούμενες επιχειρήσεις να διατηρήσουν για 5 ή 10 χρόνια τις θέσεις εργασίας. Παρ όλα αυτά οι επιχειρηματίες έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τους νόμους, μειώνοντας τις θέσεις εργασίας με απολύσεις ή κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους. Και δεν έφθανε μόνο αυτό, η ΕΕ επιδοτούσε και επιδοτεί την εγκατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων στις βαλκανικές χώρες από την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη με χρηματοδοτικά προγράμματα και ποσά τεράστια. Έτσι οι προαναφερόμενοι επιχειρηματίες, αφού εισέπρατταν τις εγχώριες επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις, έπαιρναν και τα κονδύλια της Ε.Ε., έκλειναν τα εδώ εργοστάσια και τις βιοτεχνίες τους και εγκαθίσταντο στη Βουλγαρία και στα Σκόπια, κυρίως.
Η ΓΣΕΕ δημοσίευσε κατάλογο με 110 επιχειρήσεις, που έκλεισαν κατά το χρόνο διακυβέρνησης της Ν.Δ., με συνέπεια να βγούν στην ανεργία 16.500 εργαζόμενοι. Δεν ανέφερε τι έγινε την περίοδο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ούτε πού δόθηκαν τα τεράστια ποσά των επιδοτήσεων και τα οποία γνωρίζει η ηγεσία της ΓΣΕΕ, επειδή μετέχει με εκπρόσωπό της στη διαδικασία έγκρισης των επιδοτήσεων.
Η απόγνωση των απολυμένων, που οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας, τους έκανε ακόμη και να παρελάσουν με μαύρες σημαίες στη Νάουσα την 28η Οκτωβρίου, προσδοκώντας πιθανόν την επαναλειτουργία των εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας Λαναρά, που έκλεισαν. Δυστυχώς, αυτό είναι αυταπάτη και δεν πρόκειται να συμβεί. Ο κρατικοδίαιτος επιχειρηματίας, που θησαυρίζει απαξιώνοντας την επιχείρησή του, είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Όλες οι κυβερνήσεις, με το πρόσχημα της ανάπτυξης, επιδοτούν τους επιχειρηματίες με διάφορους τρόπους. ’μεσα με επιδοτήσεις και έμμεσα με δραστική μείωση της φορολογίας, μείωση των αμοιβών των εργαζομένων, μείωση ή επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών κ.λ.π. Όμως, αντί ανάπτυξης, πλουτίζουν οι επιχειρηματίες. Νωπή είναι η υπόθεση των προβληματικών επιχειρήσεων, που τις εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους, αφού είχαν θησαυρίσει, και τις ανέλαβε το κράτος (δηλ. ο ελληνικός λαός) να τις εξυγιάνει. Αφού ο λαός πλήρωσε τα σπασμένα, οι επιχειρήσεις αυτές επεστράφησαν εν πολλοίς στους παλαιούς τους ιδιοκτήτες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η ελληνική αστική τάξη ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα γίνει εθνική. Είναι κρατικοδίαιτη και εμπορομεσιτική και θεωρεί αδιανόητο να κερδίζει από την εγχώρια παραγωγή. Η σχέση της με τις κυβερνήσεις είναι στενή, για την εξασφάλιση προνομίων. «Να τα έχουμε καλά με το δοβλέτι», έλεγε ο Μποδοσάκης. Τώρα πλέον προστάτης της είναι η ΕΕ.
Έτσι το μόνο που θα μπορούσαν να «υποσχεθούν» οι κυβερνήσεις στους απολυμένους είναι το γλίσχρο και πρόσκαιρο επίδομα ανεργίας και η «παραπομπή» των επιχειρηματιών που τσέπωσαν τις επιδοτήσεις στη δικαιοσύνη, που, δυστυχώς, με το σύστημα που υπάρχει στη χώρα μας, παριστάνει την τυφλή μόνο στους αδύνατους. Οι επιχειρηματίες αυτοί, κι αν ακόμη τιμωρηθούν για τα μάτια του κόσμου, θα έχουν προηγουμένως αποκομίσει τεράστια ποσά.
Η ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ
Τα αίτια της κρίσης της εγχώριας παραδοσιακής κλωστοϋφαντουργίας οφείλονται σωρευτικά στην ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ-ΕΕ, στην εισαγωγή του ευρώ και την αποδοχή, μέσω ΕΕ, των όρων του αμερικανικών συμφερόντων ΠΟΕ (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου), που επιβάλλει άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς σε διάφορα ξένα προϊόντα. Στην περίπτωση της κλωστοϋφαντουργίας αυτό αφορά τα αντίστοιχα προϊόντα της Κίνας και της Ινδίας, για τα οποία είχαμε γράψει σε προηγούμενο φύλλο της «Ε». Ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας πριν την ένταξή μας στην ΕΟΚ κατείχε το 25% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας. Το 1989 καταργήθηκαν οι κρατικές εξαγωγικές ενισχύσεις στην κλωστοϋφαντουργία, που τότε ήταν το 27% της αξίας των προϊόντων. Σύμφωνα με μελέτη του Υπουργείου Ανάπτυξης, ακόμη και σήμερα ο κλάδος έχει σημαντικές προοπτικές εξαγωγικής ανάπτυξης.. Επίσης ο κλάδος δεν υπέστη τις επιθετικές εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων από τους ξένους της πρώτης δεκαετίας μετά την ένταξη, επειδή προφανώς δεν προσφερόταν ως χώρος δικτύων πώλησης εισαγόμενων, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με τον κλάδο των τροφίμων. Ούτε τους ενδιέφερε να παράγουν οι ίδιοι στη χώρα μας. ’λλωστε η κλωστοϋφαντουργία στην Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, επειδή κατέχει το 90% της κοινοτικής παραγωγής της πρώτης ύλης, δηλ. του βαμβακιού. Εξακολουθεί να αποτελεί ακόμη και σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας μας, απασχολώντας περίπου 110 χιλιάδες εργαζομένους.
Όμως, παρά τις σχετικά ευνοϊκές αυτές προϋποθέσεις, οι επιχειρηματίες, εκτός ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, δεν επένδυαν τις χρηματοδοτήσεις και τα κέρδη τους για τεχνολογική αναβάθμιση και αλλαγή της παραγωγής τους σε προϊόντα ποιότητας, για τα οποία δε θα είχαν ανταγωνισμό από τα κινεζικά και λοιπά ξένα προϊόντα. Αντίθετα οι περισσότεροι διατήρησαν τον παλαιό εξοπλισμό και την παραδοσιακή παραγωγή, επωφελούμενοι, εκτός των άλλων, και από τη χρηματιστηριακή «φούσκα» του 1999-2000.
Αυτοί οι επιχειρηματίες, που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους και εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία και στα Σκόπια μόνο και μόνο για τα φθηνότερα μεροκάματα, είναι καταδικασμένοι να κλείσουν, επειδή μετά από κάποια χρόνια με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου θ ανέβουν και εκεί οι αμοιβές.
Φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν, όπως η «Ελληνική Υφαντουργία», που, αφού αναβάθμισε τον τεχνολογικό της εξοπλισμό και την παραγωγική της δομή, παράγει δεκάδες τύπους νέων εξελιγμένων υφασμάτων (και όχι τα κλασικά υφάσματα denim), χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη ελληνικό βαμβάκι. Κατέχει το 60% της ελληνικής αγοράς και το 80% της παραγωγής της εξάγεται. Στα πλαίσια, όμως, της ΕΕ η ανάπτυξη τέτοιων παραγωγικών μονάδων είναι επισφαλής. Στην περίπτωση που το ξένο κεφάλαιο, που επιβάλλει τους κανόνες του μέσω της Κομισιόν, τις θεωρήσει ως επικίνδυνο ανταγωνιστή, μπορεί να τις καταστήσει μη ανταγωνιστικές και να τις οδηγήσει σε μαρασμό, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. την ελληνική φαρμακοβιομηχανια).
Στην Ελλάδα η κλωστοϋφαντουργία και γενικότερα η βιομηχανία δεν είναι καταδικασμένες να κλείσουν, όπως θέλουν να μας πείσουν κυβερνήσεις, ΜΜΕ και ΕΕ. Προϋπόθεση όμως είναι να αποχωρήσουμε από την ΕΕ και τον ΠΟΕ και να υπάρξουν επιτέλους ελληνικές κυβερνήσεις, που θα ενεργοποιήσουν παραγωγικά και αναπτυξιακά την ελληνική κοινωνία.
Κατηγορία
Φύλλο 107 Νοεμβρίου 2005