ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Α.Σ.Κ.Ε.

Τον τελευταίο χρόνο η παιδεία έχει κυριαρχήσει στην επικαιρότητα, αρχικά με αφορμή το νέο νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ, που ετοίμαζε η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά αναγκάστηκε να αποσύρει κατόπιν σφοδρών αντιδράσεων, στη συνέχεια με τις απεργίες των εκπαιδευτικών και τώρα με την κοινοβουλευτική συζήτηση για την έγκριση του περίφημου άρθρου 16 του Συντάγματος για τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, ως αναθεωρητέου από την επόμενη Βουλή. Ειδικά για το άρθρο 16 η συζήτηση είναι πιο έντονη και ιδεολογικά φορτισμένη, αφού πρόκειται για αλλαγή του καταστατικού χάρτη της χώρας, που σηματοδοτεί διευρυμένη ισχύ, και επίσης αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που περιλαμβάνει και την αναπαραγωγή της γνώσης, κάτι το οποίο προσδίδει στις αλλαγές ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις. Οι αλλαγές στις οποίες στοχεύουν ΝΔ και ΠαΣοΚ θα αφορούν στη δυνατότητα ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιωτικούς φορείς. Κανείς όμως από τους δύο, κατά τη συνήθη αντιδημοκρατική τους πρακτική, δεν έχει διευκρινίσει τις προθέσεις του για την ακριβή διατύπωση που θα ψηφιστεί μετεκλογικά, η οποία και έχει μεγάλη σημασία. Οι αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας και συνολικά της κοινωνίας είναι δυστυχώς μάλλον περιορισμένες, δείχνοντας σημάδια μιας συντηρητικής στροφής και στα ζητήματα της εκπαίδευσης.

Τι διασφαλίζει το άρθρο 16;

Το άρθρο 16, ψηφισμένο το 1974, προϊόν των αγώνων του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα της νεολαίας, για παιδεία και δημοκρατία, κατοχυρώνει την ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό. Διασφαλίζει την, κατ’ αποκλειστικότητα, παροχή της από την πολιτεία, δωρεάν σε όλους τους πολίτες, αποκλείοντας τη δυνατότητα ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιώτες. Ταυτόχρονα εξασφαλίζει το αυτοδιοίκητο των ιδρυμάτων και τις συνεπαγόμενες εξ αυτού ακαδημαϊκές ελευθερίες, αφού η πολιτεία ασκεί μόνο υψηλή εποπτεία Το άρθρο 16 αποτελούσε μέχρι τώρα τη δικλείδα ασφαλείας, ούτως ώστε η πολιτεία να έχει υπό τον έλεγχό της την κορυφαία λειτουργία- για κάθε κοινωνία και όχι μόνο για την ελληνική- που είναι η παιδεία, και μάλιστα η ανώτατη. Η δυνατότητα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων, οι ακαδημαϊκές ελευθερίες, το ιδεολογικό υπόβαθρο της γνώσης, το τι θα μαθαίνουν τα παιδιά, προκειμένου να είναι χρήσιμα στην κοινωνία και το έθνος, το αν θα παρέχεται σε όλες τις σχολές του ίδιου αντικειμένου ισάξια γνώση, πόσο θα χρηματοδοτείται κάθε ερευνητικό πεδίο, κάτι το οποίο σχετίζεται άμεσα και με την ανάπτυξη της οικονομίας, και ποιος θα ελέγχει τα προϊόντα της έρευνας, είναι κορυφαία ζητήματα, που είναι ανάγκη να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της η πολιτεία, προκειμένου να θωρακίσει ηθικά και ιδεολογικά τους νέους, διασφαλίζοντας την κοινωνική και εθνική συνοχή, να αναπτύξει την οικονομία, να καταπολεμήσει τις πάσης φύσεως κοινωνικές ανισότητες, μεταξύ άλλων και μέσα στην ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα, και να προετοιμάσει τις νεότερες γενιές για τις απαιτήσεις του ανταγωνιστικού μέλλοντος. Το δυσφημημένο, εν πολλοίς δικαιολογημένα, δημόσιο πανεπιστήμιο υπό τη δικλείδα του άρθρου 16 καλύπτει μέρος, όχι μικρό, από τα παραπάνω και πάντως υπάρχει η νομική προϋπόθεση για τη βελτίωσή της λειτουργίας του με την ισχύουσα διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου.

Τι θα αλλάξει με την αναθεώρηση;

Αυτό τον έλεγχο θα χάσει τώρα η πολιτεία αν αναθεωρηθεί το άρθρο 16. Η εκπαιδευτική κοινότητα, όλος ο προοδευτικός πολιτικός κόσμος (και το ΑΣΚΕ) δεν ανησυχεί μήπως το δημόσιο πανεπιστήμιο απολέσει την κυρίαρχη θέση την οποία κατέχει σήμερα, αν αυτό συνεχίσει να υφίσταται. Αυτό έχει αποδείξει μεταξύ άλλων και η συνύπαρξη ιδιωτικού με δημόσιο στην πρωτοβάθμια και μέση εκπαίδευση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, παρά τα μύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει, επιτελεί σημαντικό έργο, το οποίο οφείλεται στο μεράκι των ευσυνείδητων, διαρκώς μειούμενων είναι η αλήθεια, λειτουργών του σε κάθε βαθμίδα και θέση. Η αναθεώρηση του άρθρου 16, όμως, ενταγμένη σε ένα πλέγμα πολιτικών που συμπεριλαμβάνει το νέο νόμο πλαίσιο, για τον οποίο έχουμε γράψει σε προηγούμενο φύλλο της «Ε», έχει ως ευρύτερο στόχο την κατάργηση του δημόσιου πανεπιστημίου όπως το γνωρίζουμε σήμερα, τη σταδιακή ιδιωτικοποίησή του, κάτι το οποίο ήδη έχει αρχίσει να συντελείται μέσω έμμεσων οδών, όπως η εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα στην έρευνα των μεταπτυχιακών, και σε συνδυασμό με την άναρχη εμφάνιση των ιδιωτικών, την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό, αν πετύχουν τα σχέδιά τους, θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αναρχία στην ανώτατη εκπαίδευση, την κατάργηση κάθε έννοιας γενικότερων ιδεολογικών κατευθύνσεων στα προγράμματα εκπαίδευσης και έρευνας, που τώρα υπάρχουν, στα πλαίσια φυσικά του αυτοδιοίκητου των ιδρυμάτων. Ποια ελληνική ιστορία θα διδάσκονται οι φοιτητές των αντίστοιχων ιδιωτικών τμημάτων; Την εκδοχή του κύριου Σόρος; Επιπλέον θα καταργηθούν οι ακαδημαϊκές ελευθερίες: η ανεμπόδιστη διείσδυση στη γνώση, σε πλάτος και σε βάθος, η ελευθερία έκφρασης, ο συνδικαλισμός, η πολιτική ζύμωση σε χώρους ακαδημαϊκούς που καλλιεργεί το δημοκρατικό αίσθημα. Ο ιδιωτικός τομέας ποτέ δε χρηματοδοτεί ιδρύματα και προγράμματα, χωρίς να έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων τα αποτελέσματα της γνώσης που θα προκύψει, και (ασκώντας ασφυκτικό έλεγχο που εμποδίζει την πραγματική ερευνητική αναζήτηση) κατευθύνει την έρευνα μόνο σε κερδοφόρα πεδία, ενώ οι κοινωνικές ανάγκες είναι κατά πολύ ευρύτερες. Όσο δε για το συνδικαλισμό στον ιδιωτικό τομέα… Το παράδειγμα των ξένων πανεπιστημίων μας διδάσκει επ’αυτού. Ακόμα θα καταργηθούν και τυπικά οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, επιφέροντας πλήγμα στην κοινωνική κινητικότητα, που συνιστά πρωταρχικό στόχο κάθε αληθινά δημοκρατικής πολιτείας, και της οποίας βασικός μοχλός είναι οι ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Το δράμα θα είναι ότι όλη η εκπαιδευτική διαδικασία, ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια και συνεχίζοντας μέχρι τη μέση θα προσαρμοστούν σταδιακά στο νέο μοντέλο πανεπιστημίου, προετοιμάζοντας τους μαθητές για τις αρχές και τους σκοπούς της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης.

Η μέχρι τώρα εμπειρία

Οι υποστηρικτές της αναθεώρησης διατείνονται ότι τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητο να συμβούν και μας ζητούν να πάψουμε να είμαστε κακόπιστοι και να περιμένουμε την ακριβή διατύπωση του νέου άρθρου από τη νέα Βουλή. Ισχυρίζονται ότι το κράτος θα μπορεί, με βάση αυτή και τον εκτελεστικό νόμο που θα ψηφιστεί, να ασκεί εποπτικό έλεγχο σε όλα τα ιδρύματα, ακόμα και στα ιδιωτικά. Αυτό συμβαίνει, όπως ισχυρίζονται, και σε πολλές αναπτυγμένες δυτικές χώρες και το εκεί σύστημα παράγει πολύ καλά αποτελέσματα. Μόνο που δεν αναφέρουν ότι σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων, με κορυφαία αυτή των ιδιωτικών ΜΜΕ, που καθιερώθηκαν στην Ελλάδα από τους ίδιους που τώρα επιχειρούν τις αλλαγές στην παιδεία,- ο σημερινός πρόεδρος του ΠαΣοΚ τα καθιέρωσε το (και για αυτό το λόγο) βρόμικο ’89, με τη στήριξη της ΝΔ- δε θεσπίστηκε κανένας έλεγχος, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει η ασυδοσία. Το ίδιο θα συμβεί και με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και μάλιστα με την προκλητική επιχορήγηση του κράτους, (οποία ομοιότης με τα ιδιωτικά ΜΜΕ!) όπως ομολόγησε ο Γιωργάκης. Και, άλλωστε, γιατί δεν έχουν ελέγξει οι επί σειρά ετών κυβερνώντες και από τα δύο κόμματα το χάος των κέντρων ελευθέρων σπουδών, που λειτουργούν σαν μπακάλικα, παρέχοντας αμφιβόλου ποιότητας σπουδές σε αυτούς τους οποίους χωρίς καμία αξιολόγηση έχουν απορροφήσει και που μπορούν να κλείσουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, αφήνοντας σύξυλους τους σπουδαστές τους, όπως απέδειξε και η περίπτωση του, πολύ ευυπόληπτου έως τότε, Λαβέρν; Αυτοί είναι που θα ψηφίσουν τώρα αυστηρούς ελέγχους για την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση; Αλλά, ακόμα και αν όντως τοποθετούνταν αυστηρές δικλείδες, δε θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των άλλων κρατών, κυρίως Η.Π.Α και Μ. Βρετανίας, όπως μας προτρέπουν οι υποστηρικτές της αναθεώρησης. Κι αυτό, διότι μπορεί εκεί να ελέγχει το κράτος τους ιδιωτικούς φορείς, πολλοί από τους οποίους είναι όντως πολύ υψηλού επιπέδου, όμως η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει οδηγήσει σε μεγάλες ανισότητες, αφού εκεί φοιτούν ως επί το πλείστον παιδιά της ανώτερης τάξης. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις χώρες με αγγλοσαξωνικό σύστημα υπάρχουν επίσης πολλά δημόσια διεθνώς καταξιωμένα πανεπιστήμια, ενώ σε μια σειρά από άλλες χώρες εξίσου αναπτυγμένες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, τα πανεπιστήμια είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα δημόσια και πολύ υψηλού επιπέδου.
Ώθηση στα δημόσια πανεπιστήμια;

Οι θιασώτες της αναθεώρησης υποστηρίζουν ότι η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα δώσει ώθηση στα ευρισκόμενα σε χρόνιο τέλμα δημόσια πανεπιστήμια, ότι θα τα αναγκάσει να γίνουν πιο ανταγωνιστικά. Καταρχάς ανταγωνιστικός με οικονομικούς όρους δε σημαίνει κατ’ ανάγκην και υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Θέλουμε φερ’ ειπείν χαμηλού κόστους σχολές, που να αντέχουν στον ανταγωνισμό, αλλά με χαμηλή ποιότητα παρεχόμενων σπουδών; Το ΑΣΚΕ πιστεύει ότι η παιδεία δεν πρέπει να προσεγγίζεται με οικονομικούς όρους. Πέρα από αυτό όμως, σε ποιον τομέα η συνύπαρξη δημόσιου με ιδιωτικό τομέα διεθνώς και ειδικότερα στην Ελλάδα βελτίωσε το δημόσιο; Μήπως τα δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης έγιναν καλύτερα λόγω της παρουσίας των ευάριθμων ιδιωτικών; Η βελτίωση ή όχι της δημόσιας εκπαίδευσης, ανώτατης και μη, εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση της πολιτικής ηγεσίας. Και η σημερινή, και η εν αναμονή, πολιτική ηγεσία έχουν αποδείξει τόσα χρόνια ότι δε διαθέτουν τη σχετική βούληση. Είναι βασικοί υπεύθυνοι για όλα τα νοσηρά φαινόμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: τον κομματισμό, την αναξιοκρατία, τη χειμαζόμενη, λόγω κυρίως της υποχρηματοδότησης, έρευνα, το ελλιπές και κακοπληρωμένο προσωπικό, την ελλιπή υποδομή, τις μη συστηματικές σπουδές με τους αιώνιους φοιτητές, τους περιορισμένους ορίζοντες του ενός συγγράματος, τον περιορισμό της ανθρωπιστικής διάστασης. Αν το δημόσιο πανεπιστήμιο νοσεί, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται το ίδιο αλλαγές και όχι την εισαγωγή του ιδιωτικού. Όμως αυτές τις αλλαγές το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι σαφές ότι δε θέλει να τις πραγματοποιήσει.

Το εξαγόμενο συνάλλαγμα

Δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές της αναθεώρησης είναι ότι με την ίδρυση των ιδιωτικών στην Ελλάδα θα μειωθεί δραστικά ο αριθμός αυτών που φεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές και άρα θα μειωθεί το εξαγόμενο συνάλλαγμα. Αυτό μπορεί να αληθεύει μόνο στην περίπτωση των ιδρυμένων από εγχώριους επενδυτές σχολών, διότι στην περίπτωση των ξένων πανεπιστημίων, τα έσοδα από αυτά θα πηγαίνουν στις μητροπόλεις. Αλλά το πρόβλημα της παιδείας δεν είναι αυτό της εξαγωγής συναλλάγματος. Και, επιτέλους, να σταματήσουμε να πουλάμε ελπίδες και να ωθούμε χιλιάδες παιδιά να σπουδάζουν στο εξωτερικό και να συνωστίζονται σε κλάδους υψηλής ζήτησης, που έχουν ήδη κορεστεί επαγγελματικά, επιτείνοντας έτσι το πρόβλημα της ανεργίας.

Μη κερδοσκοπικά ή μήπως κερδοσκοπικά;

Ισχυρίζονται ορισμένοι ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε για το ενδεχόμενο ίδρυσης κερδοσκοπικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, διότι θα πρόκειται για μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όμως προς τι τότε η αναθεώρηση, αφού και με την υπάρχουσα διατύπωση του άρθρου 16 αυτό καλύπτεται; Προφανώς πρόκειται για πρόφαση και όχι για επιχείρημα.
Τελευταίο επιχείρημα για άλλη μια φορά είναι η επίκληση της αναγκαστικής αλλαγής, λόγω Ε.Ε. Όμως η Ε.Ε. έχει αφήσει, έστω τυπικά, την παιδεία στο πεδίο δράσης των κρατών μελών. Κι αν αυτό δεν ισχύει, ένας επιπλέον λόγος να αποχωρήσουμε από αυτή!!
Αν κανένα από τα επιχειρήματα που παραθέτουν οι υποστηρικτές της αναθεώρησης δεν ευσταθεί, γιατί τότε αυτή η λυσσαλέα προσπάθεια να περάσει η αναθεώρηση; Μήπως αγνοούν την πραγματικότητα; Όχι! Η αλήθεια είναι ότι η αναθεώρηση του 16 είναι άλλη μια ιστορία εκχώρησης δημόσιας περιουσίας και κατάργησης κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο ευρύτερος στόχος της πολιτικής ηγεσίας και των παπαγάλων της είναι η κοινωνία των 2/3. Η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας θεωρείται σταθμός σ’ αυτή την αντιδραστική διαδικασία.

Τουλάχιστον ξεκίνησε διάλογος

Το καλό είναι ότι με αφορμή αυτά, και ειδικά τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση, έχει ξεκινήσει διάλογος μέσα από την αρθρογραφία και, λιγότερο, το ραδιόφωνο, -για την τηλεόραση ούτε λόγος, μόνο κοκορομαχίες βλέπει κανείς-ανάμεσα σε υποστηρικτές και αντιτιθέμενους στις αλλαγές.
Το ΑΣΚΕ πιστεύει στη δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της. Δεν αρνούμαστε τα όποια προβλήματα υπάρχουν, αλλά αυτά απαιτούν λύσεις στα πλαίσια του δημόσιου χαρακτήρα της.

Δεν έχει κάτι αλλάξει στις εκτιμήσεις και προβλέψεις μας για το διεθνή περίγυρο και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, που διατυπώθηκαν στο πολιτικό άρθρο του προηγούμενου φύλλου της «Ε». Η γενική κατάσταση ακολουθεί την πορεία που προδιαγράψαμε, απλώς σε νεότερες εκδοχές.

Διεθνείς επιδράσεις

Η εικόνα σύγχυσης στις ΗΠΑ και Ε.Ε. παραμένει η ίδια, παρά το ότι στις ΗΠΑ φαίνεται να συνεχίζεται η ίδια αδιέξοδη πολιτική (δες το άρθρο για Σαντάμ) και η Ε.Ε. να έχει παρακάμψει το πρόβλημα της Τουρκίας και να επαναφέρει στο προσκήνιο το σεσηπός πτώμα του «ευρωπαϊκού συντάγματος». Όμως κάτι νέο προστέθηκε σε σχέση με τη χώρα μας.
Φαίνεται πως δεν κρίνονται πλήρως ικανοποιητικές οι ελληνικές υποχωρήσεις σε όλα τα θέματα, εσωτερικά και εξωτερικά, που ενδιαφέρουν άμεσα τις ΗΠΑ (και την Ε.Ε.). Ίσως ενόχλησαν οι δηλώσεις ότι στο Αφγανιστάν «η αποστολή της Ελλάδας ολοκληρώθηκε», οι κάποιοι δισταγμοί στην εφαρμογή του φακελώματος όλων των Ελλήνων και, κυρίως, οι ενδεχόμενες συνέπειες(!) στην ενδοτική στάση μας στο θέμα των Σκοπίων, των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ιδιαίτερα στο Κυπριακό. Έτσι σκηνοθέτησαν, κάπως βιαστικά, την «επίθεση» στην αμερικανική πρεσβεία και απολαμβάνουν το σάλο που δημιουργήθηκε. Ελπίζουν ότι θα εξαναγκάσουν τους διστακτικούς και θα ενθαρρύνουν τους πρόθυμους για πλήρη ευθυγράμμιση. Όλοι όμως γνωρίζουν ή, έστω, διαισθάνονται τι ακριβώς συμβαίνει και η ευθυγράμμιση αυτή δε θα αποδειχθεί εύκολη υπόθεση, ούτε καν για τους πρόθυμους για κάτι τέτοιο. Θα αρκούσε να επαναφερθεί η απειλή για αποκάλυψη στο θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών ... Η στάση, πάντως, της Ντόρας και του Γιωργάκη αναμένεται με ενδιαφέρον.

Εσωτερικές διεργασίες

Η Ν.Δ., οπλισμένη με ευνοϊκές γι’ αυτήν σφυγμομετρήσεις, συνεχίζει, φαινομενικά απτόητη, την πορεία της για εκλογές. Δεν επαληθεύτηκαν, για την ώρα, οι φόβοι για γενικευμένη ένταση λόγω του άρθρου 16 (δες το αντίστοιχο άρθρο). Δεν εκδηλώθηκαν, ακόμη, σοβαρές αντιδράσεις για διαφαινόμενες περικοπές, αντί αυξήσεων(!), σε συντάξεις και μισθούς. Μάλιστα προσπαθεί η κυβέρνηση να διαχύσει κάποια αισιοδοξία για λιγότερο σφικτή οικονομική πολιτική ενόψει ευνοϊκών προβλέψεων της Ε.Ε. για την πορεία της οικονομίας μας (η πραγματική κατάσταση της οποίας περιγράφεται σε άλλο άρθρο ...) και άρσης των περιορισμών της, άρα και δυνατότητας παροχών ... Ακόμη και τα προβλήματα από την έξαρση της αστυνομικής βίας και της αναστάτωσης σε λιμάνια, που διαδίδουν ότι οφείλονται σε λανθασμένους χειρισμούς, δε φαίνεται να της δημιουργούν σοβαρά προβλήματα, έχοντας απέναντί της ως αντίπαλο το ΠΑΣΟΚ.
Όμως ανακύπτει σοβαρά πλέον το πρόβλημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου, μια που αυτός που θα ισχύσει στις προσεχείς εκλογές εγκυμονεί πολλούς κινδύνους και για τα δύο «μεγάλα» κόμματα. Στη Ν.Δ. θα άρεσε η ιδέα να ανακινήσει το θέμα το ΠΑΣΟΚ κι έτσι με τις ψήφους και των 2 να ισχύσει ο καινούργιος και σ’ αυτές τις εκλογές, ώστε να μη θεωρηθεί υπαναχώρηση του Κ. Καραμανλή από τη δήλωσή του ότι αλλαγή του εκλογικού νόμου δικαιολογείται μόνο στην αρχή της θητείας μιας κυβέρνησης. Αυτό, όμως, αποκλείεται να το τολμήσει το ΠΑΣΟΚ, μετά μάλιστα από τη συμφωνία του για το άρθρο 16, έστω και αν διατυμπανίσει την αντίθεσή του στην αλλαγή του άρθρου 24 για τους περιορισμούς στην αποψίλωση των δασών. Και το χειρότερο για τους 2 «μεγάλους» είναι ότι δε φαίνεται να χάνουν την είσοδό τους στη Βουλή ο ΣΥΝ και ο ΛΑΟΣ, άρα το πρώτο κόμμα δύσκολα θα εξασφαλίζει αυτοδυναμία, παρά το πριμ των 40 βουλευτών.
Σοβαρά προβλήματα, για τη δυσκολία της λύσης των οποίων δεν μπορούμε να λυπηθούμε ιδιαίτερα ...
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, φαίνεται να εξαντλεί το ρόλο του στο να παρέχει άλλοθι για την παραμονή της Ν.Δ. στην εξουσία! Η ηγεσία του νόμισε ότι με την πολυδιαφημισμένη αναδιάρθρωση των «καθοδηγητικών» του οργάνων και την αναπαλαίωσή τους θα εξασφάλιζε ενίσχυση της επιρροής του, τουλάχιστον. Φυσικά, διαψεύστηκε. Είναι πολύ νωπές οι μνήμες της διακυβέρνησής του και η επανεμφάνιση των εντελώς διαβλητών πρωταγωνιστών του πρόσφατου παρελθόντος μάλλον αποθάρρυνε ακόμη και τους πιο «πιστούς» οπαδούς του, ιδιαίτερα αυτούς, έστω και λίγους, που δε συνδέονται μαζί με όρους συναλλαγής. Και η στάση της ηγεσίας του στο θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο το όποιο, τεχνητό, κύρος της και εξαγρίωσε τη νεολαία του κόμματος, κάτι που αποτελεί θανάσιμο προεκλογικό κίνδυνο. Ακόμη και αν υπαναχωρήσει την τελευταία στιγμή, όπως υποδεικνύουν όλα τα προσκείμενα ΜΜΕ, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Και οι επίδοξοι διάδοχοι καραδοκούν. Το μόνο που σώζει για την ώρα τον αρχηγό του (και το ανεκδιήγητο, κυλιόμενο περιβάλλον του) είναι η ανυπαρξία συμφωνίας για τη διάδοχη κατάσταση.
Έτσι, το μόνο που μένει, για την ώρα, είναι η τυφλή αντιπολίτευση κατά πάντων και για όλα όσα το ίδιο έπραττε και πράττει (!), κάτι που μόνο ανακούφιση προκαλεί στην Ν.Δ.
Όμως η λαϊκή αντίδραση για τις πολιτικές και των δύο κομμάτων συνεχώς αυξάνει, η δυσπιστία γιγαντώνεται και αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα και στις διάφορες σφυγμομετρήσεις. Μένει να εκδηλωθεί και στις προσεχείς εκλογές. Δεν υπάρχει άλλη, δημοκρατική, διέξοδος.
Το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού προκάλεσε μεγάλες και απόλυτα δικαιολογημένες αντιδράσεις. Με πειστικά επιχειρήματα και τεκμηριωμένες θέσεις καταδείχθηκε από διάφορους κριτές του ότι δεν μπορεί να επιτελέσει τον παιδευτικό του ρόλο. Φαίνεται όμως ότι αντιμετωπίσθηκε ως μεμονωμένη περίπτωση, ενώ υπάρχουν ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, ότι το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού γράφηκε σε εφαρμογή ενός συγκεκριμένου Προγράμματος συγγραφής των σχολικών βιβλίων Ιστορίας. Το Πρόγραμμα αυτό έχει εκπονήσει το «Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», το οποίο μάλιστα έχει προχωρήσει και στην έκδοση τεσσάρων Βιβλίων Εργασίας με κοινή ύλη· για τα σχολεία όλων των βαλκανικών εθνών. Στη Γενική Εισαγωγή αυτής της σειράς, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τα Υπουργεία Εξωτερικών των Η.Π.Α., της Βρετανίας, της Γερμανίας και άλλα «ευαγή» ιδρύματα, ο πρώτος στόχος που τίθεται είναι η άμβλυνση της εθνικής συνείδησης των μαθητών. Γράφει σχετικά η συγγραφέας της Γενικής Εισαγωγής Χριστίνα Κουλούρη: «Δεδομένου ότι η κυρίαρχη μορφή της ιστορίας που διδάσκεται είναι η εθνική ιστορία και ότι η ιστορία των γειτονικών λαών διδάσκεται επίσης μέσα από μια εθνοκεντρική προοπτική δεν προτείνουμε να καταργηθεί ούτε να αντικατασταθεί, αλλά να αλλάξει ο τρόπος που διδάσκεται. Η περιφερειακή ιστορία της ΝΑ Ευρώπης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής και αυτάρκης αλλά ως μέρος της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας.» Σε πλήρη αρμονία με αυτή την κατεύθυνση οι συγγραφείς του σχολικού εγχειριδίου αποσιωπούν συστηματικά τις εθνικές αντιθέσεις στην εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων και μερικές φορές φτάνουν μέχρι το σημείο να παρουσιάζουν τα ιστορικά γεγονότα από την οπτική γωνία των αντιπάλων του Ελληνικού έθνους. Έτσι, κατά τους συγγραφείς του σχολικού βιβλίου, η δράση των «κλεφτών» δεν είναι μορφή αντίστασης, αλλά θεωρείται μορφή
αντίστασης. Ο Ελληνικός Στρατός δεν απελευθερώνει εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, αλλά τα καταλαμβάνει. Ο Ελληνικός Στόλος επίσης καταλαμβάνει νησιά του
Αν. Αιγαίου. Ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων και όχι σφαγέας των Μικρασιατών, των Ποντίων και των Αρμενίων.
«Το έθνος», συνεχίζει η συγγραφέας της Γενικής Εισαγωγής, «δεν αποτελεί τη μοναδική ταυτότητα του ατόμου. Οι μαθητές καλούνται να υπερβούν το έθνος και να ταυτιστούν με στενότερα ή ευρύτερα σύνολα, κατανοώντας ότι υπάρχουν πολλές ταυτότητες που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Οι έμφυλες ταυτότητες, η τοπική ταυτότητα, η ταυτότητα του οπαδού μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή η ευρωπαϊκή ταυτότητα μπορούν να προβληθούν ως παραδείγματα ταυτοτήτων που είναι δυνατό να συνυπάρχουν, χωρίς βέβαια να έχουν ισοδύναμη ισχύ για το άτομο που τις έχει...» Κινούμενοι σε αυτή την κατεύθυνση, οι συγγραφείς του σχολικού εγχειριδίου διαθέτουν διπλάσιες σελίδες για την Ιστορία του ποδοσφαίρου από ό,τι για τις περιγραφές των βαλκανικών πολέμων, του έπους του 1940-1 ή των δύο παγκόσμιων πολέμων!
« Είναι δυνατό να διδαχθεί ο πόλεμος», γράφει επίσης η συγγραφέας της Γενικής Εισαγωγής, «χωρίς να υμνείται και χωρίς κουραστικές λεπτομέρειες, αριθμούς και ημερομηνίες». Παραγνωρίζοντας το χαρακτήρα και τη σημασία αυτού του πολέμου, οι συγγραφείς του σχολικού βιβλίου εφαρμόζουν αυτήν την οδηγία στην εξιστόρηση της Επανάστασης του 1821, από όπου λείπουν γεγονότα όπως η μάχη της Αλαμάνας, η Γραβιά, τα Δερβενάκια, και άλλα τέτοια καθοριστικά για την εξέλιξη και την έκβασή της.
Ένας ακόμη στόχος που τίθεται από τη θεωρητικό των Βιβλίων Εργασίας στη Γενική Εισαγωγή με πρόσχημα την «ανάπτυξη της κριτικής σκέψης» είναι, τέλος, η
χρησιμοποίηση τεκμηρίων που παρουσιάζουν διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος. Γιατί και μόνη η παράθεσή τους «υπονομεύει τη βεβαιότητα της μίας και μοναδικής αλήθειας». Θέλοντας λοιπόν και οι συγγραφείς του σχολικού βιβλίου να υπονομεύσουν τη μία και μοναδική αλήθεια με την παράθεση διαφορετικών εκδοχών για ένα ιστορικό γεγονός, παραθέτουν ένα απόσπασμα από βιβλίο ενός Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη όπου αναφέρονται και τα εξής: «Οι σουλτάνοι συνηθίζουν όταν κατακτούν ένα βασίλειο ή μια επαρχία να διατηρούν θαυμαστή τάξη... Όσο για το λαό, αφήνεται να ζει σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμά του. Διατηρεί τα αγαθά του και έχει θρησκευτική ελευθερία». Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία ότι οι μαθητές δε θα μείνουν με τη βεβαιότητα της μίας και μοναδικής αλήθειας πως η Τουρκοκρατία αποτελούσε μία από τις χειρότερες μορφές τυραννίας που έχει υποστεί το ελληνικό έθνος, διατυπώνουν το ακόλουθο ερώτημα: «Με ποιο τρόπο αντιμετωπίζουν οι σουλτάνοι τους πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών, σύμφωνα με την πηγή;»
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού όχι μόνο τις απαιτήσεις ενός σχολικού εγχειριδίου που παρέχει στους μαθητές βασικές γνώσεις για την Ιστορία του έθνους δεν πληροί, αλλά πολύ συχνά ούτε και τις επιστημονικές απαιτήσεις της συγγραφής ενός επιστημονικού έργου. Οι στόχοι των συγγραφέων του όμως δεν ήταν προφανώς αυτοί.
Με το ίδιο πνεύμα, που καθορίζεται από τις κατευθύνσεις του λεγόμενου «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», αν και με πιο συγκρατημένο τρόπο, είναι γραμμένο και το βιβλίο Ιστορίας της Β' Γυμνασίου, όπως δείχνουν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Για το δεύτερο Βιβλίο Εργασίας το παιδομάζωμα «ήταν ένα σύστημα στρατολόγησης το οποίο μετέτρεπε νεαρούς μη μουσουλμάνους σε μια προνομιακή κοινωνική ομάδα, ... μια πρωτότυπη οθωμανική πρακτική που ευνοούσε την κοινωνική εξέλιξη». Το βεβαιώνει και ο Αλβανός Λουτφή πασάς, που σε ένα κείμενό του το οποίο παρατίθεται ευγνωμονεί τον σουλτάνο γιατί στρατολογήθηκε με το παιδομάζωμα και του δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβει πολλά υψηλά αξιώματα. Κάπως έτσι παρουσιάζεται και στο σχολικό εγχειρίδιο της Β' Γυμνασίου: «Η ανάγκη ενίσχυσης του στρατού των Οθωμανών οδήγησε στη στρατολόγηση των χριστιανοπαίδων (ονομάστηκε παιδομάζωμα) και τη συγκρότηση του επίλεκτου τάγματος των γενιτσάρων» και παρατίθεται ένα μόνο απόσπασμα από σχετική ιστορική πηγή παρμένο από το Χρονικό των Σουλτάνων Ασίκ Πασάζαντε.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα. Αυτό δεν παρουσιάζει τους αγώνες και τα κατορθώματα του πιο ένδοξου φρουρού των ανατολικών συνόρων του Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα πιστεύαμε μέχρι τώρα, αλλά «μέσα από τους στίχους του αναδύεται ένας κοινός αραβοβυζαντινός κοσμος(!)
Φαίνεται επομένως ότι το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού δεν είναι μία μεμονωμένη περίπτωση συγγραφής ακατάλληλου σχολικού εγχειριδίου, αλλά ένα από τα πρώτα δείγματα συγκεκριμένου προγράμματος αναθεώρησης της Ιστορίας που έχει ως στόχο τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Νέας Τάξης. Αυτόν άλλωστε το στόχο δεν τον αποκρύπτουν. Γράφει η Χ. Κουλούρη στη Γενική Εισαγωγή: «Έχουμε την πεποίθηση πως μια πιο ισορροπημένη και πραγματολογικά εμπεριστατωμένη θεώρηση της ιστορίας των εθνικών κρατών θα βοηθήσει τη σημερινή νέα γενιά να είναι πιο ανεκτική απέναντι στα άλλα έθνη και τις άλλες εθνοτικές ομάδες, αλλά και πιο ανοιχτή στις ευρύτερες εξελίξεις που συμβαίνουν γύρω μας». Έτσι εξηγείται και η φανατική υπεράσπιση του βιβλίου από τους εγχώριους απολογητές της Νέας Τάξης, αυτούς που υποστήριξαν τους «φιλανθρωπικούς» βομβαρδισμούς της Σερβίας από το ΝΑΤΟ, αυτούς που τάχθηκαν υπέρ του προληπτικού πολέμου για την «εξουδετέρωση των χημικών όπλων του Ιράκ», αυτούς που υπερασπίζονταν με πάθος, αλλά όχι και τόσο ανιδιοτελώς, το σχέδιο Ανάν για την «επίλυση του Κυπριακού». Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που η αρμόδια υπουργός δήλωσε: «εγώ δεν αποσύρω το βιβλίο».
[Εισηγηση στην εσπερίδα του ΑΣΚΕ 21/3/07]

Κείμενο PDF

Ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλ. Πούτιν στην 43η Διάσκεψη για την Ασφάλεια, που γίνεται κάθε χρόνο στο Μόναχο, αιφνιδίασε όλο τον κόσμο με μια εφ’ όλης της ύλης επίθεση στην πολιτική Μπους. Κατήγγειλε «το σενάριο ενός μονοπολικού κόσμου» και «τη σχεδόν απεριόριστη προσφυγή στη στρατιωτική βία», κατήγγειλε τις ΗΠΑ ότι μόνον αυτές «υπερβαίνουν τα εθνικά τους σύνορα με κάθε δυνατό τρόπο, επιβάλλοντας τις πολιτικές τους σε άλλα έθνη».
Χρησιμοποίησε λόγια καθόλου «διπλωματικά», που ικανοποιούν την παγκόσμια κοινή γνώμη, που μέχρι τώρα άκουγε ο Μπους μόνο από μικρότερες χώρες του «άξονα του κακού». Από το Μόναχο ξεκίνησε μια συνεχής ανταλλαγή επιθετικών έως απειλητικών δηλώσεων μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, με την αμερικανική πλευρά να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, να μην είναι καθόλου πειστική και να μην κρύβει την ανησυχία της.
Μια προσεκτική ανάγνωση των ρωσικών δηλώσεων θα διεπίστωνε ότι δεν πρόκειται για μια γενική επίθεση στο δυτικό (ή τον καπιταλιστικό) κόσμο, παρότι η ρητορική θυμίζει εποχές Σοβ. Ένωσης. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα άνοιγμα προς τις δυνάμεις εκείνες μέσα στις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και όλο τον κόσμο που δυσφορούν με την πολιτική Μπους. Γι’ αυτό ανέφερε απόσπασμα ομιλίας του Ρούζβελτ («όταν η ειρήνη διαταραχθεί σε ένα σημείο του πλανήτη, κάθε χώρα βρίσκεται σε κίνδυνο») και προειδοποίησε ότι η πολιτική Μπους «καταστρέφει τον ηγεμόνα εκ των έσω». Πιθανότατα προσπαθεί, πιο συγκεκριμένα, να επηρεάσει τις διαδικασίες ανάδειξης του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, που μόλις τώρα ξεκινούν.

Αλλαγή ισορροπιών

Είναι προφανές ότι η σκλήρυνση της Ρωσίας σχετίζεται με την απόφαση των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν πυραύλους στην Πολωνία και την Τσεχία, όμως ταυτόχρονα εκφράζει μια αλλαγή πολιτικών ισορροπιών.
Α) Ο Πούτιν και η πολιτική του απολαμβάνουν μιας ευρείας αποδοχής από το ρωσικό λαό, παρά το συγκεντρωτικό χαρακτήρα του καθεστώτος [το οποίο δε σκοπεύουμε να κρίνουμε στο άρθρο αυτό]. Το σύστημα δυνάμεων που εκφράζει ο Πούτιν αισθάνεται τόσο ασφαλές και ισχυρό, ώστε δεν μπήκε στον πειρασμό να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, για να επιτραπεί άλλη μια θητεία στο Ρώσο Πρόεδρο. Αντιθέτως, ο Μπους βρίσκεται στο ναδίρ της δημοτικότητάς του και βάλλεται πανταχόθεν, ακόμη και μέσα από τις ΗΠΑ.
Β) Ενώ οι ΗΠΑ είναι η πλέον χρεωμένη χώρα στον κόσμο, με όλους τους κινδύνους δυσάρεστων εκπλήξεων, η Ρωσία κατάφερε να εξοφλήσει πριν τη διορία τους τα τεράστια χρέη που άφησε ο Γέλτσιν. Το ΑΕΠ επανήλθε στο επίπεδο του 1990, μετά τον κατήφορο της εποχής Γέλτσιν.
Γ) Ο Μπους έχει βαλτώσει στο Ιράκ και το Αφγανιστάν (αν επιχειρήσει επίθεση και στο Ιράν, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του), ενώ ο Πούτιν «έλυσε» το τσετσενικό, δεν έχει τόση ανάγκη σύμπλευσης στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας», ασκεί πλέον ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ενισχύει τις Ένοπλες Δυνάμεις, σταθεροποίησε τις σχέσεις με τους τέως σοβιετικούς γείτονες (η κρίση με τη Λευκορωσία αποδεικνύεται προσωρινή) και επιχειρεί ανοίγματα σε χώρες αμερικανικής επιρροής (π.χ. Σαουδ. Αραβία, Κατάρ, Ιορδανία). Χάρισε, μάλιστα, τα χρέη των φτωχών χωρών προς τη Ρωσία. Εκτιμούμε ότι η ομάδα Πούτιν προχωρεί με ρεαλισμό και πρόγραμμα στην ταχεία αποκατάσταση της Ρωσίας στη θέση μιας Μεγάλης Δύναμης, με δύο βραχυπρόθεσμους στόχους:
Α) Να πάψει να στηρίζεται η ρωσική οικονομία στα κέρδη από την πώληση ακατέργαστου φυσικού πλούτου, δηλ. πετρελαίου, φυσικού αερίου και μετάλλων, η οποία σήμερα καλύπτει το 85% των εξαγωγών, και να αυξήσει την παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη αξία σε όλους τους κλάδους (βιομηχανία κλπ.).
Β) Να αμβλύνει περαιτέρω τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες της ρωσικής κοινωνίας και να αντιμετωπίσει το μεγάλο δημογραφικό της πρόβλημα.

Η αδέσμευτη πολιτική

Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη δύναμη του αμερικανικού κράτους και των αμερικανικών εταιριών, χωρίς να παρασυρόμαστε σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις, νομίζουμε ότι αρχίζει να διαμορφώνεται ένας πολυπολικός κόσμος, με την ανάδειξη και άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Κίνα, Ινδία, Λ. Αμερική κ.ά.). Οι δυνατότητες για μια νέα παγκόσμια τάξη, όχι από το φόβο του αμερικανού πλανητάρχη, αλλά με βάση τις αρχές του ΟΗΕ, προβάλλουν ενισχυμένες. Ελπίζουμε αυτό να γίνει κατανοητό και στην Ελλάδα, ώστε να πάψουμε να είμαστε ο χαμένος ουραγός του οποιουδήποτε και να καρπωθούμε τα οφέλη μιας αδέσμευτης εξωτερικής πολιτικής, που φυσικά προϋποθέτει την αποχώρησή μας από το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. και όσους διεθνείς οργανισμούς δημιουργήθηκαν για να λειτουργούν σε βάρος των συμφερόντων των μικρότερων χωρών και όλης της ανθρωπότητας.
[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΤΟ ΠΑΡΟΝ" της 4/3/07]

Η κρίση στον χώρο της Παιδείας και ειδικότερα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι γεγονός πανθομολογούμενο. Τα προβλήματα της πρωτοβάθμιας διεφάνησαν με αφορμή τη μακρόχρονη απεργία των λειτουργών της. Αυτά της δευτεροβάθμιας συμποσούνται στην έλλειψη ενιαίου οράματος, άρα και σχεδιασμού, και στη μοναδική, σχεδόν, στόχευση στην εισαγωγή των μαθητών σε σχολές της τριτοβάθμιας. Όσο γι' αυτήν, όλοι μας είμαστε μάρτυρες μιας άνευ προηγουμένου αναστάτωσης που περιληπτικά συγκεκριμενοποιείται στην αντίθεση των περισσότερων διδασκόντων και των φοιτητών στο άρθρο 16 και στο ζήτημα της αμφισβήτησης του πανεπιστημιακού ασύλου.
Φυσικά, τα προβλήματα της εκπαίδευσης (για την ευρύτερη Παιδεία ούτε λόγος...) είναι πολύ περισσότερα και βαθύτερα. Και με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα πολλοί πιστεύουν ότι, επιτέλους, άρχισε ή, έστω, θα αρχίσει σύντομα να διατυπώνεται πλούσιος προβληματισμός και ότι θα
οδηγηθούμε έτσι σε κάποιες λύσεις. Αποψη μάλλον αδικαιολόγητα αισιόδοξη, αν λάβουμε υπόψη τον «διάλογο» που υποτίθεται ότι διεξήχθη και αυτούς που, υποτίθεται, έλαβαν μέρος. Και αυτό, διότι το μέγα ερώτημα είναι ποιοι θα συνομιλήσουν ή ποιοι θα προτείνουν λύσεις;
Ως το κατεξοχήν εθνικό θέμα θα έπρεπε να απασχολεί σοβαρά τα κόμματα, ιδιαίτερα αυτά που με τους κατάλληλους χειρισμούς μονοπωλούν την κυβερνητική εξουσία. Τα απασχολεί όμως; Η ΝΔ δηλώνει ότι προχωρεί στις «αναγκαίες» μεταρρυθμίσεις. Και το μόνο της επίτευγμα είναι η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής διδασκαλίας της... τουρκικής γλώσσας και η κλιμακούμενη αποδυνάμωση της δημόσιας δωρεάν Παιδείας. Το ΠΑΣΟΚ υπόσχεται ανάλογους εκσυγχρονισμούς, που ελησμόνησε να τους εκδιπλώσει όσο βρισκόταν στην εξουσία. Και ως πρώτο δείγμα, σημαίνον στέλεχος της γεωργακικής του περιόδου συμμετέχει στο πόνημα περί νέας οπτικής για την ιστορία των Βαλκανίων,
σύμφωνα με τις προδιαγραφές των υπουργείων Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αγγλίας κ.λπ., καθώς και του διαβόητου Σόρος! Και μόνο το ότι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας είναι ο εκλεκτός και των δύο κ. Βερέμης αρκεί να καταδείξει τι μπορούμε να περιμένουμε απ' αυτά τα κόμματα.
Θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει στις προτάσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας... Το μεγαλυτερο μέρος όμως των διδασκόντων έχει άλλα ενδιαφέροντα: θέσεις, θεσούλες, κομματική ευαρέσκεια, βολικές διασυνδέσεις και, κυρίως, συμμετοχή στα καρποφόρα ευρωπαϊκά «προγράμματα». Όσο για τους φοιτητές, δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να προτείνουν σοβαρές λύσεις υπό τις παρούσες συνθήκες (ανυπαρξία ΕΦΕΕ και πραγματικών φοιτητικών συλλόγων, κομματικές παρατάξεις, αποχή της μεγάλης πλειονότητας των φοιτητών κ.λπ.). Τουλάχιστον όμως θέτουν το πρόβλημα.
Θα μπορούσαν, ως εκ της θέσεως και των γνώσεών τους, να αποτελούν
αξιόπιστη πηγή προτάσεων οι εκπαιδευτικοί της μέσης και δημοτικής βαθμίδας. «Κατόρθωσε όμως η Πολιτεία να τους έχει εξουθενώσει τόσο, οικονομικά και κοινωνικά, ώστε έχοντας χάσει, σχεδόν, την αυτοεκτίμησή τους, να περιορίζονται μόνο στον αγώνα για την επιβίωσή τους».
Μήπως θα μπορούσαν οι «διανοούμενοι»; Είναι τόσο διαφορετικών αποκλίσεων οι πάτρωνες των περισσότερων, ώστε, προκειμένου να αποφύγουμε τον θόρυβο της Βαβέλ, ας τους αγνοήσουμε, μέχρι να υψώσουν το ανάστημά τους οι πραγματικοί που τώρα δε διαθέτουν βήμα φωνής, τουλάχιστον αποτελεσματικό.
Δεν εξαντλείται στα παραπάνω ο κατάλογος. Αρκούν όμως για να φανεί ότι ούτε διάλογος μπορεί να διεξαχθεί με τα σημερινά δεδομένα ούτε, πολύ περισσότερο, να οδηγήσει οε κάποια, έστω μίνιμουμ αποτελέσματα.
Ας υποθέταμε, όμως, ότι παρά ταύτα όλοι θα υπερέβαιναν εαυτούς και θα κατέληγαν οε λύσεις σύμφωνες με τις μύχιες ελπίδες και ευχές όσων
γνήσια αγωνιούν. Τι θα γινόταν; Θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν και να καρπίσουν μέσα σε μια κοινωνία όπου τα πάντα είναι διαλυμένα, όπου κυριαρχεί η διαφθορά και η αδιαφορία για τα πάντα, εκτός από την «τσέπη»; Πόσο θα άντεχε μια τέτοια όαση στην έρημο της κοινωνίας μας;
Δεν γίνεται, λοιπόν, τίποτα; Όχι, βέβαια. Μπορούμε να κάνουμε πολλά, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα επιμέρους, ακόμη και τα σπουδαιότερα, μπορούν να βελτιωθούν, όταν η προσπάθεια στοχεύει σε όλα τα πεδία της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Όταν δυνάμεις της κοινωνίας, που τώρα δύσκολα μπορούν να ακουστούν, αποτινάξουν τους πάτρωνες και προστάτες και τους εδώ μηχανισμούς τους και επιχειρήσουν συνολική αναβάθμιση της κοινωνίας μας όπως αναλυτικότερα έχουμε γράψει στο «ΠΑΡΟΝ». Αλλιώς θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο.


ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Α.Σ.Κ.Ε.)