ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Α.Σ.Κ.Ε.


Παράδοξη, όμως, η επίθεση από τα πάνω

Είναι γεγονός ότι η πολιτική (και όχι μόνο) κατάσταση είναι χαώδης και η σύγχυση περισσεύει τον τελευταίο μήνα. Και δεν εννοούμε την παροιμιώδη ανικανότητα της κυβέρνησης της Ν.Δ. να αντιμετωπίσει ανεκτά και την παραμικρή κρίση. Αναφερόμαστε στην ολομέτωπη επίθεση όλων εναντίον όλων, με όρους, δυστυχώς, πλήρους εκφυλισμού.
Η εικόνα κατάρρευσης που διαχέεται εκπορεύεται από δύο πηγές. Η πρώτη είναι η λαϊκή αγανάκτηση μετά από την αποκάλυψη της διαρκούς εξαπάτησης των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων από τα δύο «κυβερνητικά», μέχρι τώρα … ,κόμματα και τον οικονομικοκοινωνικό αφανισμό, στον οποίον με συνέπεια τα οδηγούν. Και αυτά, πέρα από τις εθνικές, δημοκρατικές και πολιτιστικές ευαισθησίες και ανησυχίες τους.
Και εάν η αιτία της διαφαινόμενης κατάρρευσης ήταν αυτή μόνο, ή έστω η κυρίαρχη, το φαινόμενο θα ήταν άκρως ενθαρρυντικό ως προοίμιο ευνοϊκών ευρύτερων εξελίξεων. Το κακό είναι ότι η κυρίαρχη αιτία-πηγή έρχεται από τα «πάνω» και μάλιστα επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή αγανάκτηση για την εξυπηρέτηση των δικών τους ανομολόγητων επιδιώξεων. Δεν κόπτονται, βέβαια, υπέρ των λαϊκών αναγκών και ανησυχιών οι Αγγλοαμερικάνοι (την αρχή την έκαναν με τις προεκλογικές καταστροφικές πυρκαγιές), ούτε η μητσοτακική φαμίλια ούτε η αμερικάνικη φάρα της παπανδρεϊκής family, ούτε τα αποχαλινωμένα (και, ευτυχώς, αυτοακυρούμενα) Μ.Μ.Ε., ούτε, φυσικά, οι Βενιζέλος-Τσίπρας.

Γιατί, λοιπόν, όλοι αυτοί ορύονται;

Πρώτα–πρώτα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα παράδοξο. Στην εσωτερική πολιτική της η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή εφαρμόζει με τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά συνέπεια και θέρμη την νεοφιλελεύθερη πορεία επικράτησης στη χώρα μας της αμερικανοευρωπαϊκής παγκοσμιοποίησης, άσχετα από τις επιμέρους αποτυχίες της. Εκποιεί στις πολυεθνικές εταιρίες ό,τι έχει απομείνει από τη λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ στη διάθεση του Δημοσίου, αναγνωρίζει τα ξένα «εκπαιδευτικά» ιδρύματα, επιτίθεται κατά εργαζομένων και συνταξιούχων, ελαφρύνει τα «βάρη» των μεγαλοϊδιοκτητών, μεταθέτοντάς τα στους ώμους των μικρών κ.λπ. κ.λπ. Ποιος άλλος θα τους τα εξασφάλιζε με τόση ομοθυμία; Ακόμη και στα εθνικά θέματα τηρεί σιωπηλά ή ανοιχτά υποχωρητική τακτική, όχι ίσως όπως οι Σημίτης-Γιωργάκης ή όπως θα επιχειρούσε η Ντόρα, αλλά πάντως όχι ασκώντας και καθαρά εθνική πολιτική. ’λλωστε, μακροπρόθεσμα, θα τους εξυπηρετούσε περισσότερο η πολιτική αυτή, παρά η γραμμή των απροκάλυπτα δυτικόδουλων, που γρήγορα θα έχαναν κάθε αξιοπιστία και, άρα, πολιτική δύναμη.

Τα διάφορα αδύναμα σενάρια

Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε, βέβαια, και τις εσωτερικές πολιτικές φιλοδοξίες προσώπων ή ομάδων (family και φαμίλια π.χ.) και των αντίστοιχων ξένων κέντρων προώθησής τους, ούτε την προσπάθεια άλλων να δημιουργήσουν δικές τους επίσης επιρροές εδώ (όπως Βενιζέλος-Γερμανία). Όμως πάντοτε μέχρι τώρα υπήρχε μία κατ΄ αρχήν συμφωνία, τουλάχιστον της μεγαλύτερης και ισχυρότερης μερίδας, για την προώθηση ενός προσώπου, που να ισορροπεί τα συμφέροντά τους. Τέτοιοι ήσαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο θείος), ο Α. Παπανδρέου, ο Κ. Σημίτης και τέλος ο Κ. Καραμανλής.
Τώρα δε φαίνεται να έχουν συμφωνήσει σε διάδοχό τους κάποιον ανάλογο κι αυτό δίνει στον πρωθυπουργό τη δυνατότητα να αντιδράσει, κάτι όμως που μάλλον δεν είναι ικανός να κάνει. Δεν μπορεί να θεωρούν βιώσιμη τη λύση Γιωργάκη-Ντόρας, ούτε Γιωργάκη-Αλαβάνου, ούτε τη «μοδάτη αριστερά» με Γιωργάκη ή Ντόρα. ’λλωστε δε θα θεωρούσαν ανεκτή την ενίσχυση του ΚΚΕ ή άλλων μη ελεγχόμενων δυνάμεων, που θα ήταν αναπόφευκτη σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Τότε γιατί ορύονται με τα (αυτοξεπουπουλιασμένα) παπαγαλάκια τους στα τηλεοπτικά, κυρίως, παράθυρα και με τις διάφορες άλλες προκλήσεις ή επίκαιρες «αποκαλύψεις» (π.χ. Siemens) ή περιθωριακές μεν, όμως επικίνδυνες κινήσεις σε όλες τις ακριτικές μας περιοχές;

Τυφλή πρόκληση σύγχυσης;

Φαίνεται ότι κάποιοι βιάζονται πολύ. Θέλουν να προλάβουν τη σύσφιξη σχέσεων με τη Ρωσία (και όχι μόνο) και την αποσόβηση της βαλκανικής της διείσδυσης. Θέλουν να εξασφαλίσουν τη συναίνεσή μας στη διεθνή αναγνώριση του προτεκτοράτου τους στο Κόσοβο. Θέλουν να προωθήσουν την ικανοποίηση των βλέψεων της Τουρκίας στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο, ως αντίβαρο για την πολιτική τους στο Ιράκ. Και, μάλιστα, πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, μην τυχόν και προκύψουν απρόοπτα …
Εάν επιτύχουν να δημιουργήσουν σύγχυση και, ενδεχομένως, χάος στη χώρα και να αποδυναμώσουν την κυβέρνηση Καραμανλή ή όποιο μεταβατικό σχήμα, εικάζουμε ότι ελπίζουν να περάσουν ευκολότερα τα παραπάνω σχέδιά τους, θυσιάζοντας, για λίγο, την οικονομικοκοινωνική παγκοσμιοποιητική πολιτική τους στη χώρα, αφήνοντάς την για ευθετότερο χρόνο, εγκαταλείποντας ακόμη και τον, τόσο βολικό γι΄ αυτούς, δικομματισμό!
Δεν ελέγχουν, όμως, όλες τις παραμέτρους των προβλημάτων τους. Κυρίως, δεν ελέγχουν τις λαϊκές αντιδράσεις, πολύ περισσότερο που οι πολίτες πλέον δεν εμπιστεύονται τις πολιτικές και άλλες ηγεσίες. Ευχόμαστε και ελπίζουμε να αποτύχουν με τη συνδρομή όλων όσοι σκέπτονται όχι κοντόφθαλμα και όχι μόνο στενά κομματικά. Δε θα είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που τα σχέδιά τους θα αποτύχουν.
Α) Οποιαδήποτε συμφωνία με το κράτος των Σκοπίων πρέπει να περιέχει ως πρώτο όρο ότι οι γείτονές μας θα αποδεχθούν α) ότι η αρχαία μακεδονική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά είναι ελληνική, β) ότι μακεδονικό έθνος δεν υπάρχει και (συνεπώς) γ) ότι δεν υπάρχει καμιά μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Οι γείτονες θα πρέπει να αποκαταστήσουν στα σχολικά τους βιβλία την ιστορική αλήθεια και προς αυτή την αλήθεια θα πρέπει να συμμορφωθούν το Σύνταγμά τους, όλοι οι δημόσιοι φορείς και οι «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις». Μόνο τότε σημαίνει ότι παραιτούνται αυτοί και οι προστάτες τους από βλέψεις εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
Β) Το γειτονικό μας κράτος δε δικαιούται να περιέχει στην ονομασία του τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της, αφ’ ενός γιατί μόνο ένα μικρό τμήμα του ανήκει στο γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Μακεδονίας, αφ’ ετέρου γιατί ο σφετερισμός του ονόματος επιτρέπει ανά πάσα στιγμή την επαναφορά επεκτατικών σχεδίων. Οι γείτονες δικαιούνται, εάν το επιθυμούν, να ονομάζουν «Βόρεια Μακεδονία» το νότιο τμήμα του κράτους τους που ανήκει στο χώρο της ιστορικής Μακεδονίας, με τη σαφή διευκρίνηση ότι πρόκειται για γεωγραφικό προσδιορισμό.
Γ) Ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) έχει διαμοιραστεί σε 3 κράτη. Η Ελλάδα θεωρεί ότι ο γεωγραφικός χώρος που της αποδόθηκε ήταν αυτός που της αναλογούσε, με βάση την πληθυσμιακή σύνθεση, γι’ αυτό θεωρεί τα σύνορά της σταθερά και απαραβίαστα.
Μόνον εάν υπάρξει συμφωνία στα παραπάνω 3 σημεία, μπορούμε να αποκαταστήσουμε σχέσεις συνεργασίας και καλής γειτονίας, προχωρώντας σε άλλες συμφωνίες στους τομείς της οικονομίας, του εμπορίου, της επιστήμης, του πολιτισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος κ.λπ.
Το ΑΣΚΕ δε συμμερίζεται την άποψη ότι πρέπει να υποχωρήσουμε και να δεχθούμε σύνθετη ονομασία για τα Σκόπια, ώστε πιο απερίσπαστοι να αντιμετωπίσουμε την τουρκική απειλή. Κάθε δική μας υποχώρηση αποθρασύνει και τους Σκοπιανούς και όλους τους άλλους που επιβουλεύονται την εδαφική μας ακεραιότητα.

Μια ελληνική στρατηγική

Είναι προφανές ότι με τα σημερινά δεδομένα, με τη θρασύτατη συμπεριφορά των γειτόνων μας, που τροφοδοτείται από την υποστήριξη των προστατών τους και την ελληνική δουλικότητα προς τους Δυτικούς, δεν προβλέπεται να υπάρξει σύντομα λύση με τους παραπάνω όρους. Βεβαίως ο χρόνος μέχρι τώρα λειτούργησε σε βάρος της Ελλάδας, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να αυτοκτονήσει η Ελλάδα. Αντιθέτως, είναι λόγος για να αλλάξει πολιτική, για να αρχίσει ο χρόνος να λειτουργεί αντίστροφα, υπέρ μιας λύσης που θα συμβάλλει στην ασφάλεια και την ειρήνη της Βαλκανικής.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει καλή πρόθεση από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει μια πολιτική που θα αποδεικνύει στους γείτονες ότι με τη αδιαλλαξία τους χάνουν περισσότερα από όσα κερδίζουν.
Α) Το πρώτο δικό μας βήμα πρέπει να είναι η καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία λειτούργησε σε βάρος της Ελλάδας. Επειδή τη συμφωνία αυτή την παραβιάζουν διαρκώς και ποικιλοτρόπως οι γείτονές μας (επεκτατική προπαγάνδα, επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας, χρήση άλλου ονόματος στον ΟΗΕ, παρακώλυση των διαπραγματεύσεων για την οριστική ονομασία κ.λπ.), δε δεσμευόμαστε ούτε από το 12μηνο που προβλέπει η συμφωνία αυτή από τη στιγμή της καταγγελίας μέχρι την κατάργησή της. Θεωρούμε ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία έχει ήδη καταργηθεί.
Β) Επειδή η Ελλάδα τήρησε με το παραπάνω τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την Ενδιάμεση Συμφωνία (χρήση ονόματος, εμπορικές διευκολύνσεις, σοβαρότατες υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις για την οριστική ονομασία κ.λπ.) και σε αντάλλαγμα εισέπραξε προκλήσεις, πρέπει να θεωρεί ότι αδυνατεί να διατηρεί σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με το γειτονικό κράτος για όσο διάστημα το κράτος των Σκοπίων συνεχίζει αυτή την πολιτική. Έτσι πρέπει: α) να κλείσουν τα Γραφεία Συνδέσμου, που λειτουργούν στις δύο πρωτεύουσες ως διπλωματικές αντιπροσωπείες, β) να σταματήσει η διακίνηση εμπορευμάτων δια μέσου των συνόρων, εφ’ όσον τα συνοδευτικά έγγραφα περιέχουν το όνομα χώρας το οποίο η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει, γ) να αποσυρθούν οι ελληνικές επενδύσεις κρατικών και δημοσίων οργανισμών και να δοθούν κίνητρα να γίνει το ίδιο και με τις ιδιωτικές, δ) να απαγορευτεί η διακίνηση προσώπων (εργατών, τουριστών κ.λπ.), εφ’ όσον στα διαβατήριά τους αναγράφεται ή σφραγίζεται το όνομα χώρας που η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει, ε) να σταματήσει κάθε ελληνική χρηματοδότηση προς τα Σκόπια μέσω οποιουδήποτε «προγράμματος» και στ) το ελληνικό κράτος επιτέλους να αρχίσει να ενδιαφέρεται για την ελληνική μειονότητα που ζει στο κράτος των Σκοπίων.
Γ) Το ελληνικό κράτος πρέπει να ενημερώσει τους πολίτες του για το πρόβλημα των Σκοπίων και για όλα τα εθνικά μας θέματα (όπως κάνουν όλες οι χώρες του κόσμου) και πρώτα τη μαθητική νεολαία, π.χ. το βιβλίο επιλογής της Β΄ Λυκείου «Θέματα Ιστορίας» (που δε διδάσκεται!!) να περιληφθεί στα υποχρεωτικά μαθήματα. Τα πανεπιστήμια, που σήμερα κατά κανόνα προωθούν κάθε ανθελληνική προπαγάνδα (π.χ. Πάντειος), να συμβάλουν επίσης στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας μέσω: α) του περιεχομένου των σπουδών τους, β) εκδηλώσεων, γ) εκδόσεων που προορίζονται για βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δ) μορφωτικών ανταλλαγών, ε) του διαδικτύου κ.λπ. Με δεδομένο ότι κανένας σοβαρός επιστήμονας που σέβεται το λειτούργημά του δεν υποστηρίζει τις ανοησίες των Σκοπίων, το θέμα πρέπει να έρθει και στα αρμόδια όργανα της UNESCO (η οποία και σε άλλα ζητήματα, αντίθετα με το Γ.Γ. του ΟΗΕ, έχει αποδείξει ότι δεν ελέγχεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προς το παρόν τουλάχιστον).
Δ) Η εξάρτηση της Ελλάδας από τη Δύση μας ζημιώνει συνεχώς σε όλες τις εθνικές μας υποθέσεις. Τα όργανα (οι διάδρομοι, για την ακρίβεια) της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ είναι οι δυσμενέστεροι χώροι για να δοθούν δίκαιες λύσεις. Να μην έχουμε αυταπάτες ότι οι «σύμμαχοι», οι «εταίροι» και οι «μεσολαβητές» πρόκειται να πειστούν από τα επιχειρήματά μας, γιατί αυτοί πρώτοι επιδιώκουν την αποδυνάμωση του ελληνισμού και τη συρρίκνωση της εδαφικής μας ακεραιότητας και κατά δεύτερο λόγο οι «χωροφύλακές» τους (πασίγνωστος, πλέον, ο ρόλος των ’γγλων στην Κύπρο). Μια αδέσμευτη Ελλάδα μπορεί να βρεί πραγματική και σταθερή συμπαράσταση απ’ όλες τις χώρες που αντιτάσσονται στην αμερικανοευρωπαϊκή παγκοσμιοποίηση (Ρωσία, Κίνα, αραβικές χώρες, χώρες της Λατ. Αμερικής κ.λπ.), που δε θέλουν την ενίσχυση ενός αμερικανικού προτεκτοράτου στο κέντρο των Βαλκανίων, ακόμη και από χώρες που σήμερα συμπλέουν με τους Αμερικανούς, αλλά στο συγκεκριμένο θέμα θίγονται, π.χ. Βουλγαρία. Ακόμη και μέσα στις ΗΠΑ και στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες μπορούν να κινηθούν δυνάμεις υπέρ των ελληνικών θέσεων. Πολύτιμος μπορεί να αποβεί ο ρόλος της ομογένειας στις χώρες αυτές, εφ’ όσον ενισχυθεί από το ελληνικό κράτος και δεν αγωνίζεται αβοήθητη, όπως μέχρι σήμερα.
Από τις 123 χώρες που μέχρι τώρα αναγνώρισαν το κράτος των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» πρέπει επιτέλους να ζητήσει η Ελλάδα να πάψουν να χρησιμοποιούν στις διμερείς τους σχέσεις με τα Σκόπια όνομα που μας προσβάλλει, διαφορετικά να γνωρίζουν ότι δε θα έχουν ομαλές εμπορικές ή άλλες σχέσεις με την Ελλάδα. Πολλές από τις 123 χώρες έχουν σοβαρούς λόγους να αλλάξουν στάση και να υποστηρίξουν την Ελλάδα.
Επαναλαμβάνουμε πως το πρόβλημα (εδώ που μας έφτασαν οι εθελόδουλοι που μας κυβερνούν) δεν πρόκειται να έχει μια εύκολη ή γρήγορη λύση. Πολύ περισσότερο εάν η πολιτική μας ηγεσία σύσσωμη (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) συνυπογράψει μια οποιαδήποτε «λύση» με σύνθετη ή διπλή ή άλλη απαράδεκτη ονομασία, που θα ενισχύσει την επιθετικότητα εναντίον της χώρας μας. Ίσως έχουν τη δυνατότητα να περάσουν μια τέτοια απόφαση από τη σημερινή Βουλή, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή η απόφαση ποτέ δε θα γίνει αποδεκτή από τη συνείδηση του ελληνικού λαού, όπως δείχνουν ακόμη και οι δημοσκοπήσεις των ελεγχόμενων ΜΜΕ. Το θέμα θα παραμένει ανοικτό, μέχρι να σταματήσει η παραχάραξη της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας.
Δημοσιεύθηκε στο «ΠΑΡΟΝ» της Κυριακής 3/3/2008
Χιλιάδες Λετονοί, υποστηρικτές του νέου καθεστώτος στη χώρα τους και προστατευόμενοι της «δημοκρατικής» Δύσης, πραγματοποίησαν πορεία στις 16/3/08 στην πρωτεύουσα Ρίγα, με την προστασία αστυνομικών, για να τιμήσουν τη «Λετονική Λεγεώνα», που αποτελούσε μονάδα των Ες-Ες στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου. Πολέμου. Τους αποδοκίμασαν διαδηλωτές της πολυάριθμης ρωσικής μειονότητας, για τα δικαιώματα της οποίας ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε η Δύση.
Εκεί στο ΣΥΡΙΖΑ κάποιοι, στην αγωνία τους να μπουν και με τα δύο πόδια στην εξουσία (με το ένα ήδη βρίσκονται), έχασαν και την κοινή λογική. Ενώ είναι ήδη μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και μετείχαν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του, δημιούργησαν συνιστώσα, που αποτελείται (λένε) από τους ανένταχτους, ισχυριζόμενοι ότι δεν αποτελούν συνιστώσα, αλλά επιδιώκουν τη σύνταξη και κατάθεση προγράμματος! Το γιατρό!!

Ισορροπώντας μεταξύ μικροπολιτικής, ευρωπαϊκών οδηγιών και αγοράς

Στις αρχές Μαρτίου ψηφίστηκε στη Βουλή από την κυβερνητική πλειοψηφία ο νέος νομος για την έρευνα και την τεχνολογία. Χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη δημόσια διαβούλευση μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, η κυβέρνηση προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συνδικαλιστικά συμφέροντα, με προϋπόθεση την πιστή υλοποίηση των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών και τη μετεμφύτευση δομών ξένων με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Έτσι, ενώ η αρχική διακηρυγμένη πρόθεση ήταν να περιθωριοποιηθούν τελείως τα πανεπιστήμια προς όφελος των ερευνητικών κέντρων και του ιδιωτικού τομέα, στη συνέχεια η πίεση της πανεπιστημιακής κοινότητας οδήγησε σε άμβλυνση αυτής της τάσης. Το αποτέλεσμα είναι όλοι, πανεπιστημιακοί και ερευνητές, να δηλώνουν δυσαρεστημένοι. Τα κέντρα παίρνουν μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που ήδη κατέχουν, χωρίς όμως να ικανοποιούνται πλήρως, αφού δεν αποκτούν ίδια δικαιώματα με τα ΑΕΙ σε ό,τι αφορά την οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ταυτόχρονα διατηρούνται οι μισθολογικές ανισορροπίες μεταξύ ερευνητών και πανεπιστημιακών, προς όφελος των δεύτερων. Τα ΑΕΙ κατάφεραν μεν να διατηρήσουν (για πόσο ακόμα;) τουλάχιστον το βασικό έλεγχο στα μεταπτυχιακά, διαμαρτύρονται όμως δικαιολογημένα για τη σαφή υποβάθμισή τους, τη στιγμή που σ΄ αυτά διεξάγεται το 70% της έρευνας, ιδιαίτερα της βασικής. Μόνοι ευχαριστημένοι οι ιδιώτες, που εισέρχονται πλέον και με θεσμική κατοχύρωση στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ερευνητικής πολιτικής, χωρίς καμιά δέσμευση για την από μέρους τους οικονομική συμμετοχή.

Έρευνα για ιδιωτικά κέρδη

Ο συγκεκριμένος νόμος διακατέχεται στην ουσία του από την κυρίαρχη τα τελευταία χρόνια στη Δύση νεοφιλελεύθερη ιδεολογική τάση για εννοιολογική ταύτιση (στην πράξη) της έρευνας με την εφαρμοσμένη έρευνα και μάλιστα στους τομείς που μπορούν να αποδώσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οικονομικά οφέλη. Έτσι στην ουσία αποκλείει την ανάπτυξη του κλάδου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών προς όφελος των θετικών κλάδων, τους οποίους και κατονομάζει η αιτιολογική έκθεση (βιοϊατρική, βιοτεχνολογία, πληροφορική, νανοτεχνολογία, διαστημική, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τηλεπικοινωνίες κλπ).
Την κυρίαρχη μέχρι τώρα θέση της δημόσιας οικονομικής εισφοράς καλείται να λάβει η ανταγωνιστική από το εξωτερικό και την Ελλάδα χρηματοδότηση ερευνητικών έργων. Ποια δυνατότητα όμως έχει η αρχαιολογία, η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία, ακόμα και τα οικονομικά, να συναγωνιστούν τη βιοϊατρική και τη βιοτεχνολογία στη διεκδίκηση τέτοιων προγραμμάτων;

Έλεγχος της έρευνας από ξένους

Συνακόλουθη κατευθυντήρια γραμμή του νόμου είναι και η σταδιακή μετατροπή της έρευνας από δημόσιο αγαθό σε προνομιακό χώρο δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδίως του ξένου, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον έλεγχο των πορισμάτων της έρευνας από τους ιδιώτες, την κατεύθυνση της έρευνας στους τομείς ενδιαφέροντός τους και την ελευθερία του ακαδημαϊκού χώρου. Ενδεικτική είναι η περιγραφή των, επιπλέον της ανταγωνιστικότητας, κριτηρίων αξιολόγησης (έννοιας αναγκαίας καταρχήν) της ερευνητικής δραστηριότητας, από τα οποία εξαρτάται η χρηματοδότησή της. Σ’ αυτά κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει «η δυνατότητα προσέλκυσης χρηματοδότησης, εκτός της δημόσιας, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό»! Δηλαδή ο έχων καλές σχέσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο θα χρηματοδοτείται επιπλέον από το δημόσιο. Αυτό φυσικά επιτρέπει και τη διαιώνιση του κυκλώματος των ερευνητών που είναι προσκείμενοι στην εκάστοτε εξαρτημένη πολιτική εξουσία. Και βέβαια οι ξένοι όμιλοι θα αποκτήσουν ευθεία πρόσβαση και σε αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής, μέσω του ελέγχου των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο νόμος προχωρά όμως ένα βήμα παραπέρα στη θεσμική κατοχύρωση της παρουσίας του ιδιωτικού τομέα. Εισάγεται επίσημα η παρουσία των επιχειρήσεων στη λήψη αποφάσεων για την έρευνα, καθώς θεσμοθετείται η συμμετοχή στο ΕΣΕΤ 5 μελών της βιομηχανίας ή άλλων επιχειρήσεων, ενώ εξαιρούνται εκπρόσωποι των υπόλοιπων παραγωγικών φορέων. Ταυτόχρονα τα ερευνητικά κέντρα ενθαρρύνονται ρητά να προχωρούν σε κοινοπραξίες με ιδιωτικούς φορείς και να συμπληρώνουν τους πόρους τους από χορηγίες και τραπεζικά δάνεια!

Εκπαίδευση και έρευνα

Επιπλέον, βασική φιλοσοφία που διαπνέει το νόμο είναι ο διαχωρισμός των δύο αλληλένδετων πυλώνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που είναι η εκπαίδευση και η αναπαραγωγή της γνώσης, δηλαδή η έρευνα. Αυτό εκφράζεται με τον παραμερισμό των ΑΕΙ (ενώ οι καθηγητές διατηρούν την προσωπική τους κυριαρχία), που είναι ένα βήμα πριν από την οριστική περιθωριοποίησή τους ή την ιδιωτικοποίησή τους, όπως θέλει και ο περσινός νέος νόμος-πλαίσιο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο καλείται πλέον να λειτουργήσει ως εκπαιδευτήριο των μελλοντικών εργαζομένων στα ερευνητικά ινστιτούτα και τις επιχειρήσεις. Και μάλιστα ως υποβαθμισμένο εκπαιδευτήριο, αφού πλέον αδυνατεί να προσφέρει στο φοιτητή την εντρύφηση στην ερευνητική μεθοδολογία και πρακτική.

Συγκεντρωτισμός και πελατειακές σχέσεις

Τέλος δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι όλος ο νόμος χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό ύποπτης δημιουργικής ασάφειας, αυταρχικού συγκεντρωτισμού και πελατειακής αντίληψης. Έτσι, «ο υπουργός μπορεί να εγκρίνει με απευθείας ανάθεση κατόπιν επαρκούς δικαιολόγησης ποσό μέχρι 100 χιλ. ευρώ σε ερευνητή ή ομάδα και να χρηματοδοτήσει νομικά πρόσωπα του εξωτερικού για εκπόνηση ερευνητικού έργου, χωρίς να απαιτείται η συνεργασία με εγχώριο φορέα»! Ταυτόχρονα, ενώ σωστά καταρχήν θεσπίζονται τα, ατύπως ήδη λειτουργούντα, επιστημονικά συμβούλια (ΕΣ) εντός των ινστιτούτων, ο εκάστοτε διευθυντής, προσωπική επιλογή του υπουργού, λειτουργεί ως πρόεδρος, με δυνατότητες ατομικής λήψης αποφάσεων, την ίδια στιγμή που «συμμετέχουν στα Ε.Σ. άτομα με προσωρινή σχέση με το εκάστοτε ίδρυμα»! Επιτρέπονται προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και έργου σε ερευνητικούς φορείς, που ως επί το πλείστον λειτουργούν πλέον ιδιωτικοοικονομικά καθώς και αποσπάσεις προσωπικού και διασπάσεις, ενοποιήσεις και καταργήσεις ερευνητικών φορέων και «ιδρύονται ειδικά ερευνητικά κέντρα»(!) με απλό προεδρικό διάταγμα, ενώ οι διευθυντές λογοδοτούν μόνο στα προαναφερθέντα ανώτατα διαχειριστικά και όχι σε κοινοβουλευτικά όργανα.

Η στρατηγική της Λισαβώνας

Τελικά ο νόμος επιτυγχάνει απλά να εντάξει την έρευνα στα πλαίσια της Ε.Ε., όπως τα ορίζει η περίφημη Στρατηγική της Λισαβώνας (ιδιωτικοποίηση της έρευνας, στροφή προς την εφαρμοσμένη έρευνα) και να δημιουργήσει δομές με περίσσευμα μικροπολιτικής και με αδιαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης. Ούτε συγκεκριμένα κίνητρα επαναπατρισμού επιστημονικού προσωπικού δεν κατορθώνει να προβλέψει.
Το ζήτημα της έρευνας είναι τεράστιας σημασίας για την ανεξαρτησία και την ανάπτυξη μιας χώρας, γι’ αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο μας με τις προτάσεις του ΑΣΚΕ.








ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Α.Σ.Κ.Ε.)