ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Α.Σ.Κ.Ε.

Εκεί στο ΣΥΡΙΖΑ κάποιοι, στην αγωνία τους να μπουν και με τα δύο πόδια στην εξουσία (με το ένα ήδη βρίσκονται), έχασαν και την κοινή λογική. Ενώ είναι ήδη μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και μετείχαν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του, δημιούργησαν συνιστώσα, που αποτελείται (λένε) από τους ανένταχτους, ισχυριζόμενοι ότι δεν αποτελούν συνιστώσα, αλλά επιδιώκουν τη σύνταξη και κατάθεση προγράμματος! Το γιατρό!!

Ισορροπώντας μεταξύ μικροπολιτικής, ευρωπαϊκών οδηγιών και αγοράς

Στις αρχές Μαρτίου ψηφίστηκε στη Βουλή από την κυβερνητική πλειοψηφία ο νέος νομος για την έρευνα και την τεχνολογία. Χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη δημόσια διαβούλευση μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, η κυβέρνηση προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συνδικαλιστικά συμφέροντα, με προϋπόθεση την πιστή υλοποίηση των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών και τη μετεμφύτευση δομών ξένων με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Έτσι, ενώ η αρχική διακηρυγμένη πρόθεση ήταν να περιθωριοποιηθούν τελείως τα πανεπιστήμια προς όφελος των ερευνητικών κέντρων και του ιδιωτικού τομέα, στη συνέχεια η πίεση της πανεπιστημιακής κοινότητας οδήγησε σε άμβλυνση αυτής της τάσης. Το αποτέλεσμα είναι όλοι, πανεπιστημιακοί και ερευνητές, να δηλώνουν δυσαρεστημένοι. Τα κέντρα παίρνουν μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που ήδη κατέχουν, χωρίς όμως να ικανοποιούνται πλήρως, αφού δεν αποκτούν ίδια δικαιώματα με τα ΑΕΙ σε ό,τι αφορά την οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ταυτόχρονα διατηρούνται οι μισθολογικές ανισορροπίες μεταξύ ερευνητών και πανεπιστημιακών, προς όφελος των δεύτερων. Τα ΑΕΙ κατάφεραν μεν να διατηρήσουν (για πόσο ακόμα;) τουλάχιστον το βασικό έλεγχο στα μεταπτυχιακά, διαμαρτύρονται όμως δικαιολογημένα για τη σαφή υποβάθμισή τους, τη στιγμή που σ΄ αυτά διεξάγεται το 70% της έρευνας, ιδιαίτερα της βασικής. Μόνοι ευχαριστημένοι οι ιδιώτες, που εισέρχονται πλέον και με θεσμική κατοχύρωση στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ερευνητικής πολιτικής, χωρίς καμιά δέσμευση για την από μέρους τους οικονομική συμμετοχή.

Έρευνα για ιδιωτικά κέρδη

Ο συγκεκριμένος νόμος διακατέχεται στην ουσία του από την κυρίαρχη τα τελευταία χρόνια στη Δύση νεοφιλελεύθερη ιδεολογική τάση για εννοιολογική ταύτιση (στην πράξη) της έρευνας με την εφαρμοσμένη έρευνα και μάλιστα στους τομείς που μπορούν να αποδώσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οικονομικά οφέλη. Έτσι στην ουσία αποκλείει την ανάπτυξη του κλάδου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών προς όφελος των θετικών κλάδων, τους οποίους και κατονομάζει η αιτιολογική έκθεση (βιοϊατρική, βιοτεχνολογία, πληροφορική, νανοτεχνολογία, διαστημική, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τηλεπικοινωνίες κλπ).
Την κυρίαρχη μέχρι τώρα θέση της δημόσιας οικονομικής εισφοράς καλείται να λάβει η ανταγωνιστική από το εξωτερικό και την Ελλάδα χρηματοδότηση ερευνητικών έργων. Ποια δυνατότητα όμως έχει η αρχαιολογία, η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία, ακόμα και τα οικονομικά, να συναγωνιστούν τη βιοϊατρική και τη βιοτεχνολογία στη διεκδίκηση τέτοιων προγραμμάτων;

Έλεγχος της έρευνας από ξένους

Συνακόλουθη κατευθυντήρια γραμμή του νόμου είναι και η σταδιακή μετατροπή της έρευνας από δημόσιο αγαθό σε προνομιακό χώρο δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδίως του ξένου, με ό,τι αυτό σημαίνει για τον έλεγχο των πορισμάτων της έρευνας από τους ιδιώτες, την κατεύθυνση της έρευνας στους τομείς ενδιαφέροντός τους και την ελευθερία του ακαδημαϊκού χώρου. Ενδεικτική είναι η περιγραφή των, επιπλέον της ανταγωνιστικότητας, κριτηρίων αξιολόγησης (έννοιας αναγκαίας καταρχήν) της ερευνητικής δραστηριότητας, από τα οποία εξαρτάται η χρηματοδότησή της. Σ’ αυτά κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει «η δυνατότητα προσέλκυσης χρηματοδότησης, εκτός της δημόσιας, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό»! Δηλαδή ο έχων καλές σχέσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο θα χρηματοδοτείται επιπλέον από το δημόσιο. Αυτό φυσικά επιτρέπει και τη διαιώνιση του κυκλώματος των ερευνητών που είναι προσκείμενοι στην εκάστοτε εξαρτημένη πολιτική εξουσία. Και βέβαια οι ξένοι όμιλοι θα αποκτήσουν ευθεία πρόσβαση και σε αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής, μέσω του ελέγχου των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο νόμος προχωρά όμως ένα βήμα παραπέρα στη θεσμική κατοχύρωση της παρουσίας του ιδιωτικού τομέα. Εισάγεται επίσημα η παρουσία των επιχειρήσεων στη λήψη αποφάσεων για την έρευνα, καθώς θεσμοθετείται η συμμετοχή στο ΕΣΕΤ 5 μελών της βιομηχανίας ή άλλων επιχειρήσεων, ενώ εξαιρούνται εκπρόσωποι των υπόλοιπων παραγωγικών φορέων. Ταυτόχρονα τα ερευνητικά κέντρα ενθαρρύνονται ρητά να προχωρούν σε κοινοπραξίες με ιδιωτικούς φορείς και να συμπληρώνουν τους πόρους τους από χορηγίες και τραπεζικά δάνεια!

Εκπαίδευση και έρευνα

Επιπλέον, βασική φιλοσοφία που διαπνέει το νόμο είναι ο διαχωρισμός των δύο αλληλένδετων πυλώνων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που είναι η εκπαίδευση και η αναπαραγωγή της γνώσης, δηλαδή η έρευνα. Αυτό εκφράζεται με τον παραμερισμό των ΑΕΙ (ενώ οι καθηγητές διατηρούν την προσωπική τους κυριαρχία), που είναι ένα βήμα πριν από την οριστική περιθωριοποίησή τους ή την ιδιωτικοποίησή τους, όπως θέλει και ο περσινός νέος νόμος-πλαίσιο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο καλείται πλέον να λειτουργήσει ως εκπαιδευτήριο των μελλοντικών εργαζομένων στα ερευνητικά ινστιτούτα και τις επιχειρήσεις. Και μάλιστα ως υποβαθμισμένο εκπαιδευτήριο, αφού πλέον αδυνατεί να προσφέρει στο φοιτητή την εντρύφηση στην ερευνητική μεθοδολογία και πρακτική.

Συγκεντρωτισμός και πελατειακές σχέσεις

Τέλος δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι όλος ο νόμος χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό ύποπτης δημιουργικής ασάφειας, αυταρχικού συγκεντρωτισμού και πελατειακής αντίληψης. Έτσι, «ο υπουργός μπορεί να εγκρίνει με απευθείας ανάθεση κατόπιν επαρκούς δικαιολόγησης ποσό μέχρι 100 χιλ. ευρώ σε ερευνητή ή ομάδα και να χρηματοδοτήσει νομικά πρόσωπα του εξωτερικού για εκπόνηση ερευνητικού έργου, χωρίς να απαιτείται η συνεργασία με εγχώριο φορέα»! Ταυτόχρονα, ενώ σωστά καταρχήν θεσπίζονται τα, ατύπως ήδη λειτουργούντα, επιστημονικά συμβούλια (ΕΣ) εντός των ινστιτούτων, ο εκάστοτε διευθυντής, προσωπική επιλογή του υπουργού, λειτουργεί ως πρόεδρος, με δυνατότητες ατομικής λήψης αποφάσεων, την ίδια στιγμή που «συμμετέχουν στα Ε.Σ. άτομα με προσωρινή σχέση με το εκάστοτε ίδρυμα»! Επιτρέπονται προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και έργου σε ερευνητικούς φορείς, που ως επί το πλείστον λειτουργούν πλέον ιδιωτικοοικονομικά καθώς και αποσπάσεις προσωπικού και διασπάσεις, ενοποιήσεις και καταργήσεις ερευνητικών φορέων και «ιδρύονται ειδικά ερευνητικά κέντρα»(!) με απλό προεδρικό διάταγμα, ενώ οι διευθυντές λογοδοτούν μόνο στα προαναφερθέντα ανώτατα διαχειριστικά και όχι σε κοινοβουλευτικά όργανα.

Η στρατηγική της Λισαβώνας

Τελικά ο νόμος επιτυγχάνει απλά να εντάξει την έρευνα στα πλαίσια της Ε.Ε., όπως τα ορίζει η περίφημη Στρατηγική της Λισαβώνας (ιδιωτικοποίηση της έρευνας, στροφή προς την εφαρμοσμένη έρευνα) και να δημιουργήσει δομές με περίσσευμα μικροπολιτικής και με αδιαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης. Ούτε συγκεκριμένα κίνητρα επαναπατρισμού επιστημονικού προσωπικού δεν κατορθώνει να προβλέψει.
Το ζήτημα της έρευνας είναι τεράστιας σημασίας για την ανεξαρτησία και την ανάπτυξη μιας χώρας, γι’ αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο μας με τις προτάσεις του ΑΣΚΕ.







Η πολεμική ανταποκρίτρια του… μεγάλου καναλιού των μεγαλοεκδοτών κυρία Καρχιλάκη, εξεδήλωσε πρόσφατα τις ιδεολογικές της απόψεις εναντίον της βίας, αφού αποκάλεσε χούλιγκανς τους Σέρβους διαδηλωτές που επιτέθηκαν στην αμερικανική πρεσβεία, λόγω της παράνομης και αυθαίρετης αναγνώρισης του Κοσόβου. Μετά από μερικές μέρες αποκάλεσε τους Σκοπιανούς που επιτέθηκαν στα γραφεία του Ελληνικού Συνδέσμου στα Σκόπια εξαγριωμένο πλήθος!! Σε λίγο αναμένουμε να αποκαλέσει και τον αμερικανικό στρατό στο Ιράκ ειρηνευτική δύναμη…

Ζητείται η … εφαρμογή του

Το μήνα που μας πέρασε η αθλητική κοινότητα θρήνησε άλλο ένα θύμα του χουλιγκανισμού. Κάποιοι βγήκαν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους, αλλά ελάχιστοι κατήγγειλαν ότι αυτό το άθλιο φαινόμενο οφείλεται στην περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, ιδιαίτερα της νεολαίας, λόγω των κοινωνικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών πολιτικών, και ότι υποθάλπεται από τον αθλητικό, και όχι μόνο, παραγοντισμό. Ενδεικτική ήταν η στάση την επόμενη μέρα του αθλητικού τύπου, που αποτελεί όργανο χειραγώγησης των οπαδικών μαζών από τους μεγαλοπαράγοντες: Σιγή ιχθύος, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα είχαν οπλίσει το χέρι των δραστών, υβρίζοντας και φανατίζοντας. Ήταν φαίνεται γι αυτούς μια συνηθισμένη μέρα …
Με αφορμή (και) αυτό το περιστατικό παρουσιάστηκε το νέο νομοσχέδιο για την πάταξη της βίας στα γήπεδα. Καμιά αντίρρηση δεν έχουμε για τις πρόνοιές του, που είναι βασικά η κατάργηση των νοσηρών συνδέσμων, ο ορισμός της υπευθυνότητας για φαινόμενα βίας στους ίδιους τους συλλόγους και η θεσμοθέτηση αυστηρότερων ελέγχων και ποινών. Όμως γεννώνται δύο ερωτήματα. Πρώτον, γιατί χρειάστηκε νέο νομοσχέδιο, αφού ήδη υπάρχει νόμος που τα προβλέπει, ο οποίος όμως είναι ανενεργός; Και δεύτερο, τι διασφαλίζει ότι ο νέος νόμος θα εφαρμοστεί; Η πολιτεία δε δείχνει να διαθέτει πολιτική βούληση για την πάταξη της βίας, γιατί τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι μεγάλα και, κυρίως, γιατί οι ιθύνοντες της κοινωνίας θέλουν να διοχετεύεται η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των νέων σ’ αυτού του είδους το χουλιγκανισμό και όχι να προκαλεί κοινωνικούς αγώνες. Και φυσικά μόνα τους τα κατασταλτικά μέτρα δεν περιορίζουν ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Τουλάχιστον ανακοινώθηκαν οι διώξεις για τους φυσικούς δράστες του περσινού φρικτού εγκλήματος της Παιανίας, αλλά φυσικά το ζητούμενο είναι να διωχθούν και οι ηθικοί αυτουργοί. Να ελπίσουμε ότι οι ποινές θα εκτελεστούν στο ακέραιο και ότι δε θα δούμε για άλλη μια φορά τους ενόχους βίαιων πράξεων μετά από λίγο και πάλι στα γήπεδα;
Οι πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο είχαν, δυστυχώς, ως αποτέλεσμα τη μη επανεκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου. Τα πανηγύρια των Αγγλοαμερικάνων και των Τούρκων, που ερμήνευσαν το εκλογικό αποτέλεσμα ως αλλαγή της στάσης του κυπριακού λαού απέναντι στο σχέδιο Ανάν, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι είναι μια αρνητική εξέλιξη για το μέλλον της Κύπρου και γενικότερα του ελληνισμού. Και πανηγύρισαν από τον πρώτο γύρο, χωρίς να ανησυχούν για το αποτέλεσμα του δεύτερου. Και οι δύο δικοί τους.

Έντονη κινητικότητα

Έτσι, αμέσως μετά τις εκλογές παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα για το κυπριακό, ιδιαίτερα ανησυχητική. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ανδρείκελο των Αμερικανών, που τοποθετήθηκε στη θέση του Γ.Γ. του ΟΗΕ, δεν ανανέωσε τη θητεία του εκπροσώπου του Μάικλ Μόλερ, ο οποίος στη διάρκεια της θητείας του (και αντίθετα με τους προκατόχους του, που υποστήριζαν ανοιχτά τους Τούρκους) προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες (όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες) και ήταν πρωταγωνιστής της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Γι’ αυτό οι Τούρκοι, τόσο παρασκηνιακά όσο και επισήμως δια της διπλωματικής οδού, ζητούσαν επίμονα την απομάκρυνσή του. Ο Μπαν Κι Μουν, μάλιστα, έδωσε εντολή στο Μόλερ να έχει αναχωρήσει στις 31/3/08, ημέρα που φθάνει στην Κύπρο ο βοηθός Γ.Γ. Λυν Πάσκοε και η ομάδα του για τις νέες διαβουλεύσεις. Δεν τήρησε ούτε τα προσχήματα, για μια ομαλή μεταβίβαση καθηκόντων, για μια ενημέρωση, έστω!

Ο αγώνας συνεχίζεται

Το ΑΣΚΕ θεωρεί ότι αυτή την ώρα το κύριο δεν είναι να αναλύσουμε τα αίτια της μη επανεκλογής. Εμείς πριν τις εκλογές είχαμε εκφράσει τις επιφυλάξεις μας και είχαμε εντοπίσει παράγοντες που, κατά τη γνώμη μας, θα λειτουργούσαν σε βάρος του Τάσσου. Τονίσαμε, όμως, ότι προείχε η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, γι’ αυτό στείλαμε επιστολή στον Τάσσο, ευχόμενοι την επανεκλογή του, και εργαστήκαμε με τις μικρές μας δυνάμεις γι’ αυτήν (για όλα αυτά βλέπε το προηγούμενο φύλλο της «Ε»).
Έτσι και τώρα αυτό που προέχει είναι η ανασυγκρότηση των δυνάμεων του ΟΧΙ και η συνέχιση του αγώνα για ελεύθερη Κύπρο, έστω και μετά το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα. Ο κυπριακός λαός δε σήκωσε τα χέρια ψηλά με προέδρους σαν τον Κληρίδη και το Βασιλείου. Ούτε τώρα θα τα σηκώσει, με πρόεδρο το Χριστόφια.
Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα συμπαραστεκόμαστε μέσω της ΣΕΥΑΕΚ.
Στο πνεύμα αυτό το ΑΣΚΕ απέστειλε μετά τις εκλογές την παρακάτω δεύτερη επιστολή προς τον Τάσσο Παπαδόπουλο:
Προς τον κ. Τάσσο Παπαδόπουλο
Κύριε Πρόεδρε, ανεξάρτητα από το αρνητικό για το εθνικό θέμα και γενικότερα τον Ελληνισμό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο, και ιδίως λόγω αυτού, σας απευθύνουμε τη διαβεβαίωση μας ότι θα μας έχετε συμπαραστάτες, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στη συνέχιση των αγώνων σας,
που τώρα καθίστανται πιο αναγκαίοι.
Δημοσιεύουμε και την απάντηση:

Λευκωσία, 13 Μαρτίου 2008
Ο τέως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Τάσσος Παπαδόπουλος έχει πάρει την επιστολή σας, ημερομηνίας 6 Μαρτίου 2008 και σημείωσε με ικανοποίηση το περιεχόμενό της.
Σας διαβιβάζω τις θερμές ευχαριστίες του κ. Παπαδόπουλου.
Με εκτίμηση
Χρύσης Παντελίδης Διευθυντής Πολιτικού Γραφείου
Ανάλογη επιστολή προς τον Τάσσο Παπαδόπουλο απέστειλε και η ΣΕΥΑΕΚ.


ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Α.Σ.Κ.Ε.)